Αρθρογραφία !!!


Η βλακεία ως προτέρημα...  'Ο νοών νοείτω και ουαί τω ανοήτω'

Η βλακεία ως προτέρημα Του Νίκου Τ. Παγώνη

Η βλακεία στους ανθρώπους δεν είναι βεβαίως κάτι που μπορεί να προκαλεί υπερηφάνεια. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει ένας λογικός άνθρωπος που θα μπορούσε να υποστηρίξει το αντίθετο.

Ούτε πιστεύω ότι η βλακεία είναι κάτι, για όποιον, τέλος πάντων, την κατέχει, που προβάλλεται οικειοθελώς.

Οι άνθρωποι που κατέχονται από βλακεία σπανίως το καταλαβαίνουν και εάν, έστω, διαισθανθούν την ύπαρξή της, κάνουν το παν για να την αποκρύψουν.

Βεβαίως, είτε το αποκρύπτουν είτε όχι, η βλακεία δεν εξαφανίζεται ως δια μαγείας, παραμένει το ίδιο παρούσα και ταλαιπωρεί τόσο τους κατόχους της όσο και τους γύρω τους.

Υπάρχουν, όμως, και εκείνοι που, κατά κάποιον ανεξήγητο τρόπο, έχουν αναγάγει τη βλακεία τους σε προτέρημα.

Την περιφέρουν με υπερηφάνεια, την επιδεικνύουν με κάθε ευκαιρία, και γενικώς φέρονται σαν να είναι αυτοί οι εξυπνότατοι και οι υπόλοιποι οι βλάκες.

Τώρα θα μου πείτε, πώς είναι δυνατόν οι βλάκες, που εξ ορισμού δεν έχουν τη δυνατότητα να καταλαβαίνουν με άνεση τι συμβαίνει γύρω τους, να μπορούν να προβούν σε μια τέτοια εξυπνότατη ιδέα, να αναγάγουν, δηλαδή, ένα μειονέκτημα σε προτέρημα, και δεν θα έχετε άδικο.

Προφανώς, δεν είναι μια πράξη εξυπνάδας στην οποία ευσυνείδητα προβαίνουν, αλλά μια ακόμα περίτρανη απόδειξη της βλακείας τους, που δύσκολα οι ίδιοι το κατανοούν.

Φυσικά, οι ίδιοι δεν πτοούνται από τέτοιες λεπτομέρειες και αυτό που προσφέρεται προς ευρεία κατανάλωση είναι οι βαρύγδουπες δηλώσεις, τα μεγαλόσχημα επιχειρήματα, οι λαϊκισμοί, οι ασυναρτησίες και, γενικά, όλα εκείνα που λέγονται και πράττονται προς εντυπωσιασμό και προσέλκυση της προσοχής.

Ενεργούν, δηλαδή, με το ύφος ενός ειδήμονα, ενός ειδικού, ενός γνώστη των πάντων, επιδιώκοντας έτσι να αυτοϊκανοποιθούν και να νοιώσουν εκείνο που η βλακεία τους τούς έχει στερήσει: την ευφυΐα.

Καταλαβαίνω ότι ίσως, είναι λίγο σκληρό να μιλάμε με τέτοιο τρόπο για τ' ανθρώπινα, φυσικά ελαττώματα και, σίγουρα, η βλακεία είναι ένα εξ αυτών.

Οπωσδήποτε, οι φυσικές ατέλειες ενός ανθρώπου πρέπει να προκαλούν τη συμπάθειά μας και την αποδοχή των ιδιαιτεροτήτων του, και αυτό είναι σίγουρα μια υποχρέωση που το κάθε πολιτισμένο άτομο έχει.

Εκεί, όμως, που τα πράγματα αλλάζουν, είναι όταν ο βλάκας όχι μόνο δεν δέχεται να φερθεί ανάλογα, αλλά επιμένει και προσπαθεί να επιβληθεί των άλλων, μ’ ένα τουπέ κι έναν αέρα που πάνω απ’ ό,τι εκνευρίζει, προκαλεί και δυσχεραίνει τις σχέσεις του με τους υπολοίπους γύρω του.

Ασφαλώς, όλοι οι βλάκες δεν είναι το ίδιο και οι περισσότεροι προκαλούν τη συμπάθειά μας.

Άνθρωποι που δεν προσποιούνται ότι κατέχουν δυνάμεις και ικανότητες που εμφανώς στερούνται, δεν ενοχλούν ούτε εκνευρίζουν.

Και ούτε είναι υποχρεωτικό να είμαστε όλοι υπεράνθρωποι με εξαιρετικές ικανότητες και προσόντα.

Αντίθετα, η κοινωνία έχει πολλά κερδίσει και ωφεληθεί από όλους εμάς που μεγαλώνουμε την οικογένειά μας, κοιτάζουμε τη δουλειά μας και συνεισφέρουμε με τη λογική και την εργατικότητά μας στο γενικό καλό.

Εξάλλου, η βλακεία είναι ανεξάρτητη της μόρφωσης, της κοινωνικής θέσης, της οικονομικής επιφάνειας.

Δηλαδή, ο βλάκας δεν είναι κάποιος που ανήκει σε κάποιο άσυλο, ούτε εκείνος που εμφανώς στερείται διανοητικών ικανοτήτων.

Ούτε ο άνθρωπος που, αντιλαμβανόμενος τις περιορισμένες ικανότητές του, φέρεται ανάλογα.

Πώς, όμως, ν’ ανεχθείς κάποιον που επιδεικτικά επιδιώκει να σε μειώσει, να σε κάνει να νοιώσεις μικρός και ασήμαντος, όταν είναι ξεκάθαρο ότι η δυνατότητά του να κατανοήσει ο ίδιος πολύπλοκα θέματα είναι ανύπαρκτη;

Συχνά, άτομα του είδους κρύβονται πίσω από μια σοβαροφάνεια και ένα περισπούδαστο ύφος, χειρονομούν, ξεστομίζουν πομπώδεις φράσεις και σε γενικές γραμμές προσπαθούν έτσι να κρύψουν τη βλακεία τους.

Το πρόβλημα δεν είναι μόνο ότι με τον τρόπο αυτόν γίνονται ρεζίλι, αλλά και ότι επιμένουν πως έχουν δίκιο και όταν δεν τους το αναγνωρίζεις, θυμώνουν και γίνονται επιθετικοί.

Ξεφεύγουν, δηλαδή, από κάθε όριο και τοιουτοτρόπως απομονώνουν τους εαυτούς τους και προκαλούν, από πάνω, το μειδίαμα και τα ειρωνικά σχόλια.

Βλάκας είναι αυτός που με περιορισμένες γνώσεις, κάνει τον έξυπνο.

Βλάκας είναι αυτός που φανατίζεται, προσκολλάται σε μια ιδέα ή θεωρία και προχωρά ακάθεκτα προς τον γκρεμό.

Βλάκας είναι αυτός που καταπατά τον κάθε κανόνα και νόμο. Βλάκας είναι αυτός που φέρεται αλαζονικά, φορτικά, ετσιθελικά, εγωιστικά.

Βλάκας είναι αυτός που υποτιμά τον άλλον, μειώνει τον συνομιλητή του, χλευάζει και ειρωνεύεται.

Βλάκας είναι αυτός κάνει τον έξυπνο σε άτομο που αποδεδειγμένα υπερτερεί του ιδίου και βλάκας είναι αυτός που πάει στον ιδικό για συμβουλή και προσποιείται ότι ο ίδιος ξέρει καλύτερα.

Βλάκας είναι αυτός που ακολουθεί με κλειστά μάτια κάποιον ή κάποια ιδεολογία και βλάκας είναι αυτός που εκτελεί πιστά εντολές άλλου χωρίς πολύ σκέψη και μελέτη.

Βλάκας είναι, τελικά, εκείνος που υπερβαίνει τις δυνατότητές του, τις γνώσεις του, τις ικανότητές του και συνεχίζει να ενεργεί ως ο πλέον νοήμων και ικανός.

Βλάκας είναι αυτός που στερείται το γνώθι σε αυτόν.

Είμαι σίγουρος ότι όλοι στη ζωή μας έχουμε συναντήσει ουκ ολίγους βλάκες.

Είναι κάτι που δεν ελέγχεται, δεν περιορίζεται, ούτε εξαλείφεται.

Πολλοί από εμάς τους ανεχόμαστε, άλλοι τους αγνοούν και οι περισσότεροι ενοχλούνται. Το χειρότερο, όμως, είναι, όταν δύο βλάκες, που και οι δύο νομίζουν ότι είναι εξυπνότατοι, πιαστούν στα χέρια, τρόπος που λέει.

Εκεί, η βλακεία εμφανίζεται σε όλο της το μεγαλείο της και εκεί αξίζει να παρακολουθείς και να κάνεις χάζι, αν και είναι λυπηρό να βλέπεις μία διαμάχη που υποβιβάζει το ανθρώπινο είδος.

Υπάρχει άραγε τρόπος να εξαλειφθεί η βλακεία; Θα μπορούσε να είχε συμβεί, αν οι παθόντες αναγνώριζαν την κατάστασή τους και επιδίωκαν την καλυτέρευσή τους.

Όταν, όμως, η βλακεία εκλαμβάνεται ως προτέρημα, τότε τι κάνεις;

Στην περίπτωση αυτή οι επιλογές είναι ελάχιστες.

Ή προσπερνάς και αφήνεις τον βλάκα να καμαρώνει για τη βλακεία του, που ο ίδιος την νομίζει ως προτέρημα, ή αφήνεις τη δική σου βλακεία (που όλοι μας έχουμε κάποια δόση) να συναγωνιστεί τη δική του.

Άρα, λοιπόν, το ζητούμενο δεν είναι να περιοριστεί η βλακεία των άλλων, αλλά να μειώσουμε τη δική μας.

Να φερθούμε έξυπνα και ν’ αγνοήσουμε την πρόκληση ενός βλάκα, σώζοντας έτσι τη δική μας αξιοπρέπεια και ηρεμία.

Μπορούμε; Δεν μπορούμε; Από εμάς εξαρτάται. Εκτός αν κι εμείς ανήκουμε στην κατηγορία εκείνων που συγχέουν τη βλακεία με την εξυπνάδα. Και τότε δεν μας σώζει τίποτα. Δυστυχώς!
GREEK CANADIANS

Κυνική Φιλοσοφία: Άνθρωπον Ζητώ.
terrapapers
Οι περισσότεροι άνθρωποι, παρόλο που έχουν την εμφάνιση ανθρώπων, δεν είναι άνθρωποι!

Αυτοί που αγαπούν το Θεό δεν έχουν θρησκεία παρά τον ίδιο το Θεό.

Ζώντας μια ενάρετη και φυσική ζωή ήταν ο μόνος τρόπος για να είναι κανείς ευτυχισμένος.

Άνθρωπον ζητούμε απεγνωσμένα

Ποτέ άλλοτε στην ιστορία της ανθρωπότητας η παροιμιώδης ρήση του Κυνικού φιλοσόφου Διογένη, “Άνθρωπον Ζητώ” δεν ήταν τόσο επίκαιρη όσο σήμερα κι αυτό όχι γιατί οι άνθρωποι είναι σήμερα χειρότεροι απ’ ότι ήταν τον 4ο και 3ο αιώνα π.κ.ε. αλλά διότι στη εποχή μας – εποχή της αστραπιαίας μετάδοσης των κακών ειδήσεων μέσω των ηλεκτρονικών Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης κι Αποβλάκωσης, η συνειδητοποίηση της επιτακτικής ανάγκης ύπαρξης Ανθρώπων σε κάθε τομέα της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής είναι σχεδόν καθολική.

Άνθρωπον ζητούμε απεγνωσμένα στην εθνική και διεθνή πολιτική σκηνή που να βάλει κάποια τάξη στην αταξία και στην σύγχυση, που επικρατεί παντού και ζητούμε Άνθρωπον στη Δημόσια Διοίκηση, στον τομέα της Υγείας, στην Παιδεία – εκεί κατ’ εξοχήν – στη μικρή κοινωνία που ζούμε, στην πολυκατοικία μας, στην παρέα μας και μέσα στην ίδια την οικογένεια, τη μικρογραφία της κοινωνίας.

Σαν το Διογένη όλοι εμείς οι “Άνθρωποι” κρατώντας το δικό μας φανάρι, ψάχνουμε για Άνθρωπο με όλη τη σημασία της λέξης – Άνθρωπο με ανθρωπιά, με κοινό νου, με ΛΟΓΙΚΗ με χαρακτήρα, με ηθικές αρχές και αξίες, με υψηλούς στόχους και ιδανικά, με αυτοσεβασμό και φιλότιμο.

Το θλιβερό, βέβαια, είναι ότι οι περισσότεροι από μας (ευτυχώς όχι όλοι) δε μπήκαμε ποτέ στον κόπο να ψάξουμε πρώτα για τον Άνθρωπο μέσα μας, άλλα έχουμε αφήσει ανεξέλεγκτο το κοινό ανθρωπάκι και καταδυναστεύει την ζωή μας.

Κάνατε κάποτε ειλικρινά και θαρραλέα την αυτοκριτική σας – βρήκατε το χρόνο ή τη διάθεση για κάτι τέτοιο. Είχατε την πρόθεση ή την διάθεση έστω ν’ ανακαλύψετε τα δικά σας ελαττώματα και ν’ αναδείξετε τις δικές σας αρετές· κι αν το κάνατε, ήταν συνήθως εντελώς περιστασιακά κι επιπόλαια και γι’ αυτό ίσως δεν δικαιούσθε να κρίνετε τους άλλους, που το έχουν κάνει ή το κάνουν καθημερινά.

Σε κάθε περίπτωση, στη σημερινή αποπνικτική ατμόσφαιρα της χυδαιότητας, της αδικίας, της βίας και του συβαριτισμού, έχω τη γνώμη ότι θα ήταν χρήσιμο να ρίξουμε (όλοι μας ) λίγο φως μέσα μας και γύρω μας με το φανάρι του Διογένη, δηλαδή με τη φιλοσοφία του, μ’ άλλα λόγια να μελετήσουμε και αν ΕΦΑΡΜΟΣΟΥΜΕ, την σκοπίμως ξεχασμένη και επιπόλαια παρεξηγημένη Κυνική Φιλοσοφία.

Ο Κυνισµός, σαν φιλοσοφία, γεννήθηκε στην Αρχαία Ελλάδα, από αντίδραση προς τον παραλογισμό του κατεστημένου Δημοκρατικού Πολιτεύματος. Οι Κυνικοί φιλόσοφοι κατηγορήθηκαν ότι αποστρέφονταν προκλητικά τον πολιτισμό της εποχής τους. H αλήθεια, όμως, είναι ότι δεν αποστρέφονταν τον πολιτισμό καθεαυτό αλλά είχαν αντίρρηση προς τις παρενέργειές του.

Ο Κυνικός φιλόσοφος έβλεπε την κοινωνία περίπου σαν ένα τεράστιο τρελοκομείο, ή θέατρο, όπου καθημερινά δίνονταν ανόητες παραστάσεις που δε σήμαιναν τίποτα και δεν πετύχαιναν κανένα στόχο, αλλά απλά προκαλούσαν περισσότερη σύγχυση και ζαλάδα στους ανθρώπους.

Αντιστεκόμενος σθεναρά σ’ αυτού του είδους τον πολιτισμό της κυριαρχίας των παράλογων πάνω στους συνετούς και των ισχυρών πάνω στους αδύνατους, ο Διογένης ύψωσε τη φωνή του στον Αλέξανδρο, λέγοντάς του, “Μη μου κρύβεις τον ήλιο”! Η αλληγορική ή και κυριολεκτική, αυτή φράση του Κυνικού Διογένη, μας αφορά και σήμερα.

Είναι πολλοί εκείνοι που μας κλέβουν το χαμόγελο και μας κρύβουν τον “ήλιο” Είναι πολλοί οι εξουσιαστές που κινούνται μηχανικά κυνηγώντας τις κενές αυταπάτες του πλούτου, της δύναμης και της φήμης, συντρίβοντας ανελέητα όσους σταθούν εμπόδιο στο δρόμο τους.

“Μη μας κρύβετε τον ήλιο” βοούν, ψιθυριστά ή φωναχτά, όσοι καταφέρνουν, μέσα στη γενική έκπτωση αρχών και αξιών της σημερινής κουλτούρας της κατανάλωσης, και παρά τις θολές και διαστρεβλωμένες εικόνες της πραγματικότητας, να διατηρούν ίχνη κοινής λογικής και καθαρής συνείδησης, ελπίζοντας ακόμη σε κάτι καλύτερο.

Στη θλιβερή εικόνα της αρχαίας κοινωνίας οι Κυνικοί φιλόσοφοι είχαν αντιδράσει δυναμικά, ίσως κάποιοι απ’ αυτούς, ενίοτε και με ακραίο τρόπο, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να κλονίσουν τα βάθρα εκείνων που τους έκρυβαν τον “ήλιο”.

Επαναστάτησαν ειρηνικά εναντίον των κακών συνεπειών του πολιτισμού της εποχής και μας στέλνουν ένα ηχηρό διαχρονικό μήνυμα να προσπαθήσουμε να κάνουμε κι εμείς το ίδιο σήμερα.

Θα βρεθούν κάποτε κάποιοι ανάμεσά μας, έστω και λίγοι, ν’ απαιτήσουν σθεναρά απ’ όλους εκείνους που μας κρύβουν τον ήλιο της ελπίδας να κάνουν στην άκρη, μπας και ξημερώσουν πιο φωτεινές μέρες για όλους μας; Αυτό είναι το ζητούμενο – “ίσως μόνο για τους ρομαντικούς και τους αιθεροβάμονες”, θ’ αντιτείνουν οι ρεαλιστές και οι απαισιόδοξοι.

Ας ξαναρίξουμε μια ματιά, στις βασικές αρχές της Κυνικής φιλοσοφίας μέσα από τις σελίδες του σύντομου αλλά περιεκτικού τούτου πονήματος κι ας δούμε τι θετικό και πρακτικό μπορούμε ν’ αντλήσουμε που θα συντελούσε στο να φωτίσει τη ζωή μας.

Στο κάτω-κάτω, αν είναι δύσκολο ν’ αλλάξει η κοινωνία, στο χέρι μας είναι, αν το θελήσουμε, ν’ αλλάξουμε τον εαυτό μας και το βαθμό που μας επηρεάζουν τα κακώς κείμενα γύρω μας.

Εξάλλου, όπως θα δείτε, οι περισσότεροι Κυνικοί διέθεταν και πικάντικο χιούμορ, πράγμα που κάνει την ανάγνωση ευχάριστη.

Βεβαίως υπάρχουν και οι πολέμιοι του Κυνισμού, οι οποίοι υπερτονίζουν κάποιες έντονα προκλητικές συμπεριφορές συγκεκριμένων Κυνικών, όμως ήταν μεμονωμένες. Άλλωστε, η καθημερινότητα είναι γεμάτη από αρνητικά πρότυπα και ερεθίσματα και όλοι χρειαζόμαστε θετικά μηνύματα για να πάρουμε μια βαθιά ανάσα και να κάνουμε αποτοξίνωση της σκέψης μας.

Ο Κυνισμός εκδηλώθηκε ως κίνημα κατά τον 4ο π.κ.ε. αιώνα

Σαν εναντίωση στον καθιερωμένο τρόπο ζωής που ήταν συχνά ασυμβίβαστος με τη κοινή λογική. Η φιλοσοφία του Κυνισμού είχε στόχο να επιτύχει ο άνθρωπος αταραξία μέσω της θεληματικής αποξένωσής του από την κοινωνία, και ν’ αποκτήσει ευδαιμονία και αυτάρκεια με όσο το δυνατό πιο απλά, προσιτά και φυσικά μέσα. Για τους Κυνικούς, η ενάρετη ζωή συνίστατο στη νίκη του ανθρώπου πάνω στις επιθυμίες του.

Η κυριαρχία της λογικής πάνω στα πάθη ήταν βασικό αξίωμα της Κυνικής σκέψης. Η μελέτη της φιλοσοφίας του Κυνισμού δεν είναι εύκολη υπόθεση καθώς δεν διασώζονται αυθεντικά κείμενα, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Στο Λεξικό της Ιστορίας των Ιδεών αναφέρεται ότι το πρόβλημα του Κυνισμού είναι στη ουσία πρόβλημα που αφορά στις πηγές του.

Η γνώση μας για τον Κυνισμό και τους Κυνικούς βασίζεται κυρίως στις πληροφορίες μεταγενέστερων συγγραφέων από αναφορές που βρέθηκαν διασκορπισμένες σε πολλά αρχαία κείμενα, στην πλούσια συλλογή ανεκδότων, και σε επιστολές αμφισβητούμενης αυθεντικότητας που είδαν το φως της δημοσιότητας πολύ αργότερα.

Για το λόγο αυτό η ερμηνεία των μεμονωμένων προτάσεων και περιλήψεων πρέπει να γίνεται με επιφύλαξη και πάντα κάτω από το πρίσμα της ιστορίας των ιδεών που είχαν σχέση με τους Κυνικούς. Σε τούτο ακριβώς οφείλεται το γεγονός ότι οι ερευνητές ενίοτε καταλήγουν σε διαφορετικές απόψεις.

Υπάρχουν βέβαια και κάποια κεντρικά αξιώματα του Κυνισμού πάνω στα οποία οι περισσότεροι συμφωνούν. Οι Κυνικοί, με το ζωντανό τους παράδειγμα και το λιτό τρόπο ζωής τους, προσπαθούσαν ν’ ανακουφίσουν τον ανθρώπινο πόνο που προκαλούσε ο λανθασμένος τρόπος ζωής.

Πάντως, οι περισσότεροι Κυνικοί δεν αποκήρυτταν εντελώς το συμβατικό τρόπο ζωής, αν και επέλεγαν τους φίλους τους μόνο μεταξύ των συντρόφων τους Κυνικών. Ένας από τους λόγους ήταν το ότι οι Κυνικοί θεωρούσαν πως οι περισσότεροι άνθρωποι, παρόλο που έχουν την εμφάνιση ανθρώπων, δεν είναι άνθρωποι!

Οι Κυνικοί πίστευαν ότι οι περισσότεροι άνθρωποι είχαν πλανηθεί στο να θεωρούν τους εαυτούς των έξυπνους και ευπρεπείς, όταν στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά καμουφλαρισμένοι απατεώνες και ρουφιάνοι και γι’ αυτό το λόγο δεν ήταν αληθινοί άνθρωποι.

Ο Διογένης εξέφρασε αυτή την Κυνική άποψη, όταν αναχωρούσε από ένα δημόσιο λουτρό. Ρωτήθηκε εάν ήταν πολλοί άνθρωποι λουόμενοι, και απάντησε ότι “ήταν λίγοι άνθρωποι αλλά μεγάλο πλήθος λουομένων”

Ένας άλλος λόγος που οι Κυνικοί επέλεγαν για φίλους τους μόνο άλλους Κυνικούς ήταν οι θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Οι Κυνικοί γενικώς περιφρονούσαν την κρατούσα θρησκεία της εποχής τους.

Δεν είχαν διάθεση ή χρόνο για πολυθεϊστικές ή μονοθεϊστικές δεισιδαιμονίες και δοξασίες. Ήταν δύσπιστοι ως προς τα θρησκευτικά τελετουργικά και τα θεωρούσαν παιχνίδια που δημιουργήθηκαν για την ψυχαγωγία και την παρηγοριά του πλήθους.

Δεν απέδιδαν καμία αξία στις θεογονίες και τους ανθρωπομορφικούς μύθους των θεών. Οι Κυνικοί προσπάθησαν να εξαλείψουν τις θρησκευτικές πρακτικές, συχνά με σαρκασμό και γελοιοποίηση, ή με καταγγελία και καταδίκη, και βασικά υιοθετώντας συμπεριφορές που ήταν αντίθετες μ’ αυτές τις δοξασίες και πρακτικές.

Ο λόγος που οι ίδιοι καταδίκαζαν τις κρατούσες θρησκείες ήταν επειδή είχαν αποτύχει στο να προσφέρουν πρακτική καθοδήγηση στις καθημερινές υποθέσεις και το αυτό συμβαίνει μέχρι σήμερα.

Παρά ταύτα, οι Κυνικοί δεν ήταν άθεοι και δεν είχαν αποκηρύξει εντελώς ολόκληρη την οργανωμένη θρησκεία. Όμως, πίστευαν πως ήταν απεσταλμένοι του Θεού, και σαν τέτοιοι δεν χρειάζονταν την οργανωμένη θρησκεία, διότι αυτοί που αγαπούν το Θεό δεν έχουν θρησκεία παρά τον ίδιο το Θεό.

Οι Κυνικοί πίστευαν πως ήταν οι de facto ηγέτες και οι μόνοι αληθινοί άνδρες της πολιτικής και της θρησκείας, που εργάζονταν για το διαφωτισμό των μαζών. Επιδίωξαν να ζουν σύμφωνα με τους σαφώς καθορισμένους στόχους των και κάτω από την καθοδήγηση ενός ελεύθερα επιλεγμένου σκοπού του Θεού, παρά να γίνουν οπαδοί μιας θρησκείας μέσω κίβδηλων τελετουργικών και άλλων απατηλών πρακτικών.

Κανένα από τα γραπτά των ίδιων των Κυνικών δεν διασώζεται εξ’ ολοκλήρου. Η πιο εκτεταμένη αρχαία αναφορά στους Κυνικούς βρίσκεται στο 6ο βιβλίο, «Περί βίων δογμάτων και αποφθεγμάτων των εν φιλοσοφία ευδοκιμησάντων», του εκ Κιλικίας Έλληνα ιστοριογράφου της Φιλοσοφίας της Αρχαιότητας, Διογένη Λαέρτιου, που έζησε κατά τον 3ο µ.κ.ε. αιώνα. Εν τούτοις και αυτή η πηγή αμφισβητήθηκε ως προς την αξιοπιστία της από κάποιους μεταγενέστερους σχολαστικούς.

Όπως γράφει ο Luis E. Navia στην κριτική του μελέτη για τον Κλασσικό Κυνισμό, το Κυνικό κίνημα θεωρείται ως ένα από τα πιο προκλητικά φαινόμενα της διανόησης στην ιστορία της Δύσης. Οι Κυνικοί, με το κήρυγμά τους, που ήταν κάτι σαν κοινωνικό ευαγγέλιο και πολιτική διαμαρτυρία, στόχευαν στην υπονόμευση των εθίμων και της συμβατικότητας των συγχρόνων τους.

Από την πρώτη δεκαετία του 4ου π.κ.ε. αιώνα, σύντομα μετά την εκτέλεση του Σωκράτη, μέχρι τις τελευταίες στιγμές της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας όπου τα ορατά ίχνη της κλασσικής εποχής σβήνονταν από τις ορδές των Βαρβάρων και καταπνίγονταν από το σκοταδισμό του Χριστιανισμού, οι Κυνικοί ήταν γνώριμη παρουσία στον κλασσικό κόσμο.

Το επαναστατικό τους μήνυμα ακουγόταν τόσο στις αγορές από απλούς ανθρώπους όσο και στις αυλές ηγεμόνων και τα παλάτια αυτοκρατόρων.

Πάντως, πρέπει να διευκρινιστεί ότι ο Κυνισμός δεν υπήρξε ποτέ ένα μονολιθικό φιλοσοφικό κίνημα µε συγκεκριμένο “φιλοσοφικό δόγμα”, δηλαδή δεν υπήρξε αυτό που θα αποκαλούσαμε σχολή φιλοσοφίας, Η γνήσια φιλοσοφική σκέψη ουδέποτε μπαίνει σε καλούπια και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να γίνει “φιλοσοφικό δόγμα” το δόγμα και η φιλοσοφία είναι εκ διαμέτρου αντίθετα όπως η φιλοσοφία και η θρησκεία και όπως η φλόγα και ο πάγος.

Σύμφωνα με τη μελέτη του Luis E. Navia, ο Κυνισμός συνιστούσε, περισσότερο απ οτιδήποτε άλλο, ένα άμορφο κίνημα διανοητικής και κοινωνικής ανταρσίας εναντίον πολλών δοξασιών και πρακτικών. Από το τέλος του 19ου αιώνα αρκετοί σχολαστικοί άρχισαν ν’ ασχολούνται σοβαρά µε τον Κυνισμό και την προέλευσή του.

Το ενδιαφέρον τους εκδηλώθηκε κυρίως από την εποχή που ο Ferdinand Dummler δημοσίευσε τη διατριβή του με τον τίτλο Αντισθενικά (Antisthenica), το 1882.

Ο Dummler πίστευε πως είχε ανακαλύψει στο έργο του Πλάτωνα μια ολόκληρη σειρά από επιθετικές αναφορές για τον Αντισθένη, το φερόμενο ως ιδρυτή του Κυνισμού. Στη συνέχεια, βέβαια, οι θέσεις του Dummler πολεμήθηκαν ως ακραίες από άλλους σχολαστικούς, ενώ ο ρόλος του Αντισθένη ως ιδρυτού της φιλοσοφικής σχολής δεν τέθηκε σε αμφισβήτηση.

Ο όρος Κυνικός, σύμφωνα με τις πηγές, προέρχεται από το Κυνόσαργες, ένα από τα τρία μεγάλα γυμναστήρια των Αθηνών, που βρισκόταν στα νοτιοανατολικά της πόλης, αμέσως έξω από το τείχος. Εκεί λέγεται πως δίδασκε ο Αντισθένης την Κυνική διδασκαλία.

Το Κυνόσαργες πήρε τ΄όνομά του διότι κάποια φορά που οι Αθηναίοι πρόσφεραν θυσία στον Ηρακλή, ένας σκύλος της ράτσας Άργος άρπαξε τους μηρούς του ζώου από το θυσιαστήριο και στη συνέχεια καταδιωκόμενος έτρεξε και τους άφησε στο μέρος εκείνο.

Έκπληκτοι οι Αθηναίοι έσπευσαν να συμβουλευτούν το Μαντείο των Δελφών με ποιο τρόπο έπρεπε να εξιλεώσουν τον Ηρακλή. Ο χρησμός που έλαβαν ήταν να ιδρύσουν ιερό στο μέρος που ο σκύλος εγκατέλειψε το θυσίασμα. Πράγματι, οι Αθηναίοι ίδρυσαν στο σημείο αυτό ιερό το οποίο ονόμασαν Κυνόσαργες, από το όνομα του σκύλου (κυνός+άργος).

Το Κυνόσαργες, λοιπόν, έγινε Γυμνάσιο για τους νόθους, δηλαδή τους μη γνήσιους (από πατέρα και μητέρα) νεαρούς Αθηναίους. Οι νόθοι δεν έπαιρναν αθηναϊκή υπηκοότητα διότι είχαν γεννηθεί από μητέρα σκλάβα, ή ξένη, ή πόρνη. Νόθοι ήταν επίσης και όσοι είχαν γεννηθεί από Αθηναίους γονείς οι οποίοι δεν ήταν νόμιμα παντρεμένοι.

Στο Κυνόσαργες χτίστηκε και περίφημο ιερό αφιερωμένο στον (επίσης νόθο) ήρωα Ηρακλή. Αξίζει να σημειώσουμε ότι εκεί γυμναζόταν και ο Θεμιστοκλής νόθος ων λόγω αλλοδαπής μητέρας ο οποίος λέγεται πως κατέβαλε πολλές προσπάθειες για να πείσει τους γνήσιους νεαρούς Αθηναίους να τον ακολουθήσουν στο Κυνόσαργες κι έτσι να εξαλειφθεί η διάκριση. Δεν το κατόρθωσε, όμως. Εν τούτοις, μεταγενέστερη παράδοση θέλει τον όρο Κυνικός να προέρχεται από τον τρόπο ζωής των Κυνικών φιλοσόφων:

«Αρέσκει τούτοις κυνών µεταµφιένυσθαι βίον».

Στην αρχαιότητα, οι σκύλοι ήταν το σύμβολο της έλλειψης ντροπής. Σε κάθε περίπτωση, οποιαδήποτε από τις δύο ερμηνείες κι αν είναι σωστή, είναι άξιο να σημειωθεί ότι οι Κυνικοί είχαν συμφωνήσει να έχουν σαν κοινό τους σύμβολο ένα σκύλο (κύνα), όπως φαίνεται και από την ταφόπετρα του Διογένη του Σινωπέα. Ο Αριστοτέλης δικαιολόγησε την ταμπέλα Κυνικοί με τους εξής τρόπους:

> Η αδιαφορία ως προς τον τρόπο ζωής τους μοιάζει μ΄ εκείνη των σκύλων. Περπατούσαν ξυπόλυτοι, έτρωγαν σε δημόσιους χώρους, κλπ.

> Ο σκύλος (κύων) είναι ένα ζώο που δε νιώθει ντροπή. Οι Κυνικοί εφάρμοσαν την αδιαντροπιά ως τρόπο ζωής, όχι πως θεωρούσαν ότι ήταν κατώτεροι της μετριοφροσύνης, αλλά ανώτεροι αυτής.

> Ο σκύλος είναι ένα ζώο-φύλακας, και οι Κυνικοί φρουρούσαν τις αρχές της φιλοσοφίας τους με μεγάλο ζήλο.

>Ο σκύλος είναι ένα ζώο που διαθέτει διάκριση στο να ξεχωρίζει τους φίλους από τους εχθρούς. Έτσι και οι Κυνικοί αναγνωρίζουν ως φίλους αυτούς που διάκεινται θετικά προς τη φιλοσοφία τους και τους δέχονται με καλοσύνη, ενώ διώχνουν με γαυγίσματα εκείνους που είναι ανεπίδεκτοι.

Ο Κυνισμός ξεκίνησε από την ηθική θεώρηση του Σωκράτη που αναφερόταν στην αναγκαιότητα του μέτρου και της αυταπάρνησης. Με αυτό το ηθικό στοιχείο συνδύασε τις διαλεκτικές και τις ρητορικές μεθόδους των Ελεατικών και των Σοφιστών.

Όμως διέστρεψε και τις δύο επιρροές από την αρχική τους χρήση: η Σωκρατική ηθική άλλαξε από τους Κυνικούς σε μια χωρίς διάκριση απαξίωση της γνώσης, της ευγένειας και της κοινής ευπρέπειας, ενώ οι μέθοδοι των Ελεατικών και των Σοφιστών έγιναν στα χέρια των Κυνικών συχνά όργανο φιλονικίας (Εριστική Μέθοδος) παρά ένα μέσον για την αναζήτηση της αλήθειας.

H Julie Piering, καθηγήτρια και ερευνήτρια της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήµιο του Arkansas, στο Little Rock των Ηνωμένων Πολιτειών, γράφει μεταξύ άλλων: “Οι Κυνικοί είναι μια από τις μικρότερες Σωκρατικές σχολές. Στην πραγματικότητα δεν υπήρξαν ποτέ μια “καλά οργανωμένη Σχολή” .

Οι Κυνικοί ταύτιζαν την ενάρετη ζωή με το να ζει κανείς σύμφωνα με τη φύση

Γι αυτό περιφρονούσαν τις συμβατικές αξίες, όπως τον πλούτο και την κοινωνική θέση, τα οποία νόμιζαν πως ήταν αντίθετα με τη φύση και τη λογική. Οι συμβατικότατες δεν είναι εγγενώς κακές, αλλά για τους Κυνικούς ήταν συχνά παράλογες κι άξιζαν να περιγελούνται επειδή εμπόδιζαν την καλή ζωή με το να επιβάλλουν κώδικες συμπεριφοράς αντίθετους µε τη φύση, τη λογική και την ελευθερία.

Για τους Κυνικούς η αρετή ήταν το μόνο καλό – και αρετή σήμαινε ζωή αυτάρκειας, καταστολής των επιθυμιών και περιορισμό των αναγκών. Απέκτησαν τη φήμη φανατικών αντικονφορµιστών λόγω της αδιαφορίας τους προς την ευχαρίστηση και τους άλλους ανθρώπους.

Οι Κυνικοί περιγελούσαν τη σπουδαιότητα που αποδίδονταν στους Ολυμπιακούς αγώνες, τους μεγάλους κλέφτες που διηύθυναν τα Ιερά κι έκλεβαν απ΄αυτά, τους πολιτικούς, καθώς και τους φιλοσόφους που έτρεχαν στις αυλές τους, τη μόδα, καθώς και τις προσευχές για φήμη και περιουσία. Περιφρονούσαν επίσης και τις θεωρίες.

Τα πρωταρχικά τους ενδιαφέροντα ήταν ηθικά, αλλά αντιλαμβάνονταν την ηθική περισσότερο σαν τρόπο ζωής παρά σαν δόγμα που χρειαζόταν επεξηγήσεις. Από τη στιγμή που κάποιος απάλλασσε τον εαυτό του από τους κανόνες που εμπόδιζαν την ηθική ζωή μπορούσε να λέει πως ήταν αληθινά ελεύθερος.

Γι΄αυτούς η άσκηση ήταν ουσιώδης. Τέτοια άσκηση επιτρέπει στον Κυνικό να κριτικάρει ελεύθερα τον ηλίθιο, και συχνά βίαιο, τρόπο ζωής των συγχρόνων του, υποτιμώντας συστηματικά τις πιο ρηχές αρχές του αρχαίου Αθηναϊκού πολιτισμού. Αντί ν΄ασκούν το σώμα για χάρη μιας νίκης στους Ολυμπιακούς αγώνες ή στη μάχη, ή για φυσική υγεία, οι Κυνικοί ασκούσαν το σώμα τους για χάρη της ψυχής.

Ο Κυνικός τρόπος ζωής χαρακτηρίστηκε από τους ίδιους, αλλά και από τους Στωικούς που τους ακολούθησαν, ο συντομότερος δρόμος προς την αρετή. Παρόλο όμως που συχνά ισχυρίζονταν πως είχαν βρει το συντομότερο και ίσως πιο σίγουρο δρόμο για την ενάρετη ζωή, αναγνώριζαν τις δυσκολίες αυτής της οδού.

Οι Κυνικοί είναι μια από τις μικρότερες Σωκρατικές σχολές. Η Κυνική Σχολή ιδρύθηκε από τον Αντισθένη, που ήταν οπαδός του Σωκράτη. Ο Κυνισμός υπήρξε περισσότερο ένας τρόπος ζωής παρά ένα φιλοσοφικό σύστημα.

Οι Κυνικοί πίστευαν και διακήρυτταν πως ζώντας μια ενάρετη και φυσική ζωή ήταν ο μόνος τρόπος για να είναι κανείς ευτυχισμένος. Αυτό ήταν το κεντρικό ηθικό τους δόγμα που το εμπνεύσθηκαν από το Σωκράτη. Κατά τους Κυνικούς, η αρετή είναι ικανή αλλά και αναγκαία συνθήκη για να πραγματώσει κανείς την ευτυχία και η περιφρόνηση της απόλαυσης είναι η ύψιστη απόλαυση!

Η πεμπτουσία της αρχικής Κυνικής ιδεολογίας του Ηρακλή (Κυνική Παιδαγωγία) ήταν η αναγκαιότητα της διπλής εκπαίδευσης: του σώματος και της ψυχής και οι δυο μορφές εκπαίδευσης ήταν εξ ίσου απαραίτητες για εκείνον που ήθελε να μάθει να ζει και να ενεργεί σωστά.

Η αρετή, πρέσβευαν οι Κυνικοί, μπορεί να διδαχτεί. Το να προσδίδει κανείς αξία σε οτιδήποτε άλλο εκτός από την αρετή, όπως π.χ. στην απόλαυση, είναι επιζήμιο και πρέπει να αποφεύγεται και να απορρίπτεται για να μην παγιδευτεί κανείς.

Οι Κυνικοί αντιτάσσονταν στο συμβατικό τρόπο ζωής διότι πίστευαν πως αυτός δεν ήταν ούτε ενάρετος ούτε φυσικός.

Πόσο δίκιο είχαν. Θεωρούσαν πως η κοινωνία προσδίδει αξία σε πράγματα που δεν φέρνουν ευτυχία, όπως στον πλούτο, την ομορφιά, την κοινωνική θέση, τη φήμη, τον καθωσπρεπισμό. Το ενάρετο άτομο πρέπει ν΄απορρίπτει αυτές τις συμβατικότητες.

Οι Κυνικοί απέρριπταν τις παραδοσιακές αξίες της εποχής τους, και κάποτε, για ν΄ αποδείξουν τη θέση τους, περιφρονούσαν συμβατικότατες µ΄έναν τρόπο που σοκάριζε. Κατηγορήθηκαν, μάλιστα, πως φέρονταν στους άλλους μ’’ ένα περιφρονητικό αίσθημα ανωτερότητας, πιο σωστά, αηδίας, θα έλεγα εγώ.

Οι Κυνικοί συχνά παρομοιάζονται με ασκητικούς πλανόδιους ρήτορες οι οποίοι με ειρωνικό τρόπο κριτικάρουν και εξορκίζουν τους περαστικούς να εγκαταλείψουν το μάταιο τρόπο ζωής. Η αποστροφή των Κυνικών προς τις συμβατικές αξίες εκφραζόταν περισσότερο με το ζωντανό παράδειγμά τους και λιγότερο µε τα λόγια τους.

Μάλιστα το πρωτότυπο μοντέλο Κυνικού ήταν ο πάμπτωχος! Βλέπετε οι άνθρωποι ρέπουμε σε υπερβολές όταν ξεχνάμε το αξίωμα: “Μέτρον άριστον” Ακόμη και η καλύτερη φιλοσοφία μπορεί να εκφυλιστεί αν αυτός που την υπερασπίζεται δε βρίσκεται σε διαρκή εγρήγορση.

Κατά τους Κυνικούς, η αρετή δεν απαιτούσε πολλές γνώσεις

Το να σπούδαζε κανείς μαθηματικά, μουσική ή φιλολογία δεν του εξασφάλιζαν την ευτυχία. Ακόμη και στη φιλοσοφία, το μόνο που είχε αξία γι αυτούς ήταν η ηθική.

Οι συνηθισμένες απολαύσεις της ζωής ήταν για τους Κυνικούς όχι απλά αμελητέες αλλά και επιζήμιες στο βαθμό που παρεμπόδιζαν την ελεύθερη λειτουργία της Θ Ε Λ Η Σ Η Σ. Θεωρούσαν πως ο πλούτος, η δημοτικότητα και η δύναμη τείνουν να εκθρονίσουν την αυθεντία της λογικής και να διαστρεβλώσουν την ψυχή ώστε να στραφεί από το φυσικό προς το αφύσικο και κίβδηλο.

Ο άνθρωπος υπάρχει για τον εαυτό του και μόνο μέσα στον εαυτό του, και ο ύψιστος σκοπός του είναι πρέπει να είναι η αρετή μέσω της αυτογνωσίας και της αυτοπραγμάτωσης, πάντα σε συμμόρφωση με τις υπαγορεύσεις της λογικής και μακριά από τις ανούσιες συμβατικότητες της κοινωνίας και του κράτους.

Για την επίτευξη αυτού του σκοπού, η ανυποληψία και η φτώχεια θεωρούνταν πλεονεκτήματα, επειδή στρέφουν τον άνθρωπο στον εαυτό του, αυξάνοντας την αυτοκυριαρχία του και εξαγνίζοντας τη διανόησή του από την εσωτερική σκουριά. Ο καλός άνθρωπος είναι ο σοφός άνθρωπος – αυτός που δεν επιθυμεί τίποτα, όπως οι θεοί, δηλαδή ο αυτάρκης.

Η ίδια η ουσία της Κυνικής φιλοσοφίας ήταν η άρνηση των ευεργετημάτων της κοινωνικής αβροφροσύνης

Μέσα σε μια κοινωνία ντυμένη σε συσσωρευμένη προσποίηση μιας εξελιγμένης συμβατικότητας, η επιστροφή στο φυσικό ήταν αδύνατο να γίνει χωρίς ισχυρό σοκ των εγγενών ευαισθησιών των μελών του Κυνικού κινήματος. Ήταν λοιπόν αναμενόμενο, οι θεμελιωτές του Κυνικού φιλοσοφικού συστήματος να κριτικάρονται αυστηρά και να ταπεινώνονται από τους συνανθρώπους τους.

Σαν αντίδραση στην περιφρόνηση, οι Κυνικοί επεδείκνυαν μια επηρμένη ανωτερότητα. Παρά ταύτα, θα ήταν άδικο και παράλογο οι εκκεντρικότητες των ολίγων να εκλαμβάνονται ως τα κύρια χαρακτηριστικά της Κυνικής φιλοσοφίας ή ακόμη χειρότερο, σαν καταδίκη των απόψεων των Κυνικών.

Απ΄ό,τι μπορούμε να γνωρίζουμε, οι Κυνικοί δεν ανέπτυξαν μεταφυσικές θεωρίες, επιστημολογία ή φιλοσοφία της γλώσσας. Μάλιστα, έχει αναφερθεί πως ο Διογένης είχε ειρωνευτεί τον Πλάτωνα για την έρευνά του σ΄αυτούς τους τομείς. Αλλά ακόμη και σχετικά με την ηθικολογία, οι Κυνικοί δεν ήταν συστηματικοί φιλόσοφοι.

Με άλλα λόγια, δεν στήριζαν τις περί ηθικής θέσεις τους σε επιχειρήματα. Για να κερδίσουν οπαδούς, χρησιμοποιούσαν έξυπνους έως σαρκαστικούς υπαινιγμούς, πικρόχολες ή και υβριστικές αποστροφές, έως και σάτιρα, παρά επιχειρήματα. Οι Κυνικοί πίστευαν στην ιδέα της απόλυτης ελευθερίας για κάθε ανθρώπινο ον και δεν ένιωθαν υποχρέωση να συμμορφώνονται με τους κανόνες που θέσπιζε η εξουσία.

Μια από τις αιτίες της αποξένωσής τους από την κοινωνία ήταν ότι θεωρούσαν τους εαυτούς των πολίτες του κόσμου, μέλη μιας παγκόσμιας κοινότητας κι όχι ενός έθνους ή μιας πόλης. Από την άποψη της ιστορίας των ιδεών, ο Κυνισμός σαν πρακτικό-φιλοσοφικό κίνημα άρχισε με τους Σοφιστές.

Το μεγαλύτερο μέρος της θεωρητικής ώθησης και της ιδεολογικής του ουσίας προήλθε από τη Σοφιστική θεωρία της γνώσης, τη ριζοσπαστική αντίθεση προς την κοινωνία και τις συμβατικότητες της μέσω της υιοθέτησης του φυσικού νόμου και μια κάποια εγωπάθεια. Από την παιδαγωγική των Σοφιστών προήλθε επίσης το ενδιαφέρον για πρακτικά ηθικά ερωτήματα και εκπαιδευτικά προβλήματα.

Επιβεβαιώνεται πως οι Κυνικοί θεωρούσαν την Α Ρ Ε Τ Η, ως το μόνο αγαθό, όχι απλά το ύψιστο αγαθό όπως λανθασμένα έλεγε ο Σωκράτης

Γι΄αυτούς Αρετή σήμαινε αυτάρκεια, καταστολή των επιθυμιών και περιορισμό των αναγκών. Αρέσκονταν, μάλιστα, να επιδεικνύουν τη φτώχεια τους, την αντίθεσή τους προς τις απολαύσεις και την αδιαφορία τους προς τη συμβατικότητα, κερδίζοντας έτσι τη φήμη φανατικών αντικομφορμιστών.

Η φιλοσοφία των Κυνικών, επηρέασε τους Στωικούς με τους οποίους είχε κάποιους κοινούς φιλοσοφικούς στόχους. Οι κυριότεροι Κυνικοί φιλόσοφοι μετά τον Αντισθένη ήταν ο Διογένης της Σινώπης και ο μαθητής του ο Κράτης. Σ’ αυτούς αναφέρεται και ο Ρωμαίος Αυτοκράτωρ-φιλόσοφος Μάρκος Αυρήλιος στο περίφημο έργο του, «Τα εις Εαυτόν» πράγμα που σημαίνει ότι γνώριζε και είχε ο ίδιος επηρεαστεί από τον Κυνισμό. Αξίζει να σημειωθεί ότι το έργο αυτό το έγραψε απ’ ευθείας στην Ελληνική.

Οι διάφοροι Κυνικοί που ακολούθησαν μετά από τους τρεις αυτούς διάσημους Κυνικούς, απλά συνέχισαν κάποιες παραδόσεις, απλοποίησαν τον τρόπο ζωής τους, και διατήρησαν κάποιες Κυνικές αρχές που παρέλαβαν από τα αρχικά στάδια του κινήματος, αρχές που χάραξαν οι προαναφερθέντες τρεις μεγάλοι του Κυνισμού.

Όμως, επειδή, όπως προείπαμε, οι Κυνικοί δεν οργάνωσαν ποτέ μια επίσημη Σχολή με αυστηρά καθορισμένη φιλοσοφία, παρουσιάστηκαν και αξιοσημείωτες διαφορές μεταξύ των μαθητών του Διογένη, οι οποίοι υιοθετούσαν επιλεκτικά μόνο όποιες ιδέες τους άρεσαν.

Έτσι συναντάμε πρόσωπα με εντελώς διαφορετικό ταμπεραμέντο και εμφάνιση να αναφέρονται ως Κυνικοί, ενώ τάσεις εγγενείς στον αρχέγονο Κυνισμό διαπιστώνεται να έχουν κάποτε οδηγήσει σε εντελώς διαφορετικά συμπεράσματα.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολλά άτομα πήραν βακτηρία και σακίδιο και φαντάζονταν ότι αυτό από μόνο του τους έκανε μαθητές του Διογένη. Πάντως πρέπει να διευκρινιστεί πως από την μαρτυρία των κειμένων προκύπτει ότι κατά την περίοδο αυτή δεν υπήρξαν τόσοι πολλοί τσαρλατάνοι που να σχετίζονταν με τον Κυνισμό όσοι εμφανίστηκαν αργότερα στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.

Εξάλλου, η ιδέα του Κυνισμού προσήλκυσε από καιρού εις καιρόν φιλοσόφους σχολών που ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα να τονίσουν το χάος που χωρίζει το Σοφό Άνθρωπο από εκείνο που είναι ο κανόνας για το λαό.
@ Ειρήνη Κρίνο

Σχολεία: H Κατασκευή Υπηκόων.
terrapapers
Όταν οι πρώτοι άνθρωποι πλούτισαν αρκετά, ώστε μια συμμορία για την καταπίεση και την εκμετάλλευση των άλλων, γεννήθηκε αυτό που ονομάζουμε σήμερα κράτος. Το κράτος είναι η μετεξέλιξη μιας συμμορίας από μπράβους. Οι νόμοι είναι η μετεξέλιξη ενός καταλόγου με τις επιθυμίες των πλούσιων δουλοκτητών.

Το κράτος διευκολύνεται στη διακυβέρνηση αυτού του νέου είδους υπηκόων χάρη σε δύο εξελίξεις: η πρώτη είναι ότι ο μηχανισμός της ποδηγέτησης γίνεται όλο και πιο πολύπλοκος και αδιαφανής για τους ποδηγετούμενους· η δεύτερη είναι η εξέλιξη των δημόσιων πηγών πληροφοριών στις τελευταίες δεκαετίες. Μ’ αυτόν τον πανταχού παρόντα μηχανισμό [Πανοπτικόν] των πληροφοριών και την επιρροή των σχολείων στους απροστάτευτους εγκεφάλους των ανήλικων μελών του πληθυσμού, μπορεί κανείς να εξαπατήσει ακόμα και έξυπνους ανθρώπους, σε βαθμό που να πανηγυρίζουν για την ίδια τη θανατική καταδίκη τους.

Στο σχολείο κατασκευάζονται Υπήκοοι

Η διαδικασία της κατασκευής Υπηκόων λέγεται εκπαίδευση.

Η οικογένεια, ο κινηματογράφος, η τηλεόραση, το θέατρο, το ραδιόφωνο, οι εφημερίδες, τα βιβλία και τα πλακάτ, είναι σχολεία με την ευρύτερη έννοια. Όλα τα κέντρα που μεταδίδουν πληροφορίες είναι σχολεία. Για την κατασκευή πραγμάτων χρησιμοποιούνται εργαλεία. Το εργαλείο με το οποίο κατασκευάζονται άνθρωποι είναι η πληροφορία.

Όταν οι άνθρωποι [ζώα] δεν υπακούουν σε φυσικές ανάγκες, στη συνήθεια ή στη βία, οι πράξεις τους εξαρτώνται από τα όσα ξέρουν. Ακόμα και οι συνήθειες δημιουργούνται ως έναν βαθμό από πληροφορίες. Αφού οι πράξεις ενός ανθρώπου καθορίζουν την πορεία της ζωής του, οι πληροφορίες που παίρνει αυτός ο άνθρωπος καθορίζουν πώς θα ζήσει. Τα σχολεία δεν φτιάχνουν μόνον ανθρώπους, τα σχολεία φτιάχνουν και βιογραφίες.

Τη φύση της πληροφορίας μπορεί να την καταλάβει κανείς μόνον αν εξετάσει την επίδρασή της στη ζωή των ανθρώπων. Αν θέλει κανείς να καταλάβει καλύτερα τη φύση των εργαλείων, πρέπει να ξέρει για ποιον σκοπό προορίζονται. Ο σκοπός διαμορφώνει το εργαλείο. Δεν υπάρχει εργαλείο χωρίς σκοπό. Δεν υπάρχει πληροφορία χωρίς σκοπό.

Οι πληροφορίες που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή ανθρώπων, είναι ανάλογες με το είδος ανθρώπου που θέλει να κατασκευάσει κανείς. Αν θέλει κανείς να φτιάξει έναν άνθρωπο κατάλληλο για να επισκευάζει χαλασμένα αυτοκίνητα, δεν θα το κατορθώσει αυτό χρησιμοποιώντας πληροφορίες με τις οποίες δημιουργείται ένας κτηνίατρος. [ή ένας κτηνάνθρωπος]

Αν θέλει κανείς να φτιάξει έναν άνθρωπο που να περνάει εθελοντικά όλη του τη ζωή στον στρατό, πρέπει να τον επεξεργασθεί με πληροφορίες διαφορετικές από εκείνες που κάνουν κάποιον να λατρεύει αγελάδες. Οι πληροφορίες που δεχόμαστε, συναρθρώνονται στο κεφάλι μας και σχηματίζουν κρίσεις και πεποιθήσεις. Οι κρίσεις και οι πεποιθήσεις είναι μέρη του μηχανισμού που κατευθύνει τις πράξεις μας.

Ένα από τα σημαντικότερα γρανάζια σ’ αυτόν τον μηχανισμό είναι η πεποίθηση ότι, εκτός από λίγες εξαιρέσεις, είμαστε κύριοι των πράξεών μας. [Ελεύθερη Βούληση] Η συμφωνία μας με τις πράξεις μας και τα αποτελέσματά τους μπορεί να είναι μικρότερη ή μεγαλύτερη. Όσο πιο πολύ πιστεύουμε ότι η θέλησή μας είναι το θεμέλιο των πράξεών μας, τόσο μεγαλύτερη είναι η συμφωνία μας. Όσο πιο πολύ πιστεύουμε ότι οι πράξεις μας υποκινούνται από μια ξένη θέληση, τόσο μικρότερη είναι η συμφωνία μας.

Η φράση ότι κάποιος «ξέρει τι κάνει», σημαίνει πως αυτός ο κάποιος καταλαβαίνει τους λόγους των πράξεών του και προβλέπει τα αποτελέσματά τους. Αν εξετάσουμε τις πράξεις μας από αυτή τι σκοπιά, θα διαπιστώσουμε ότι μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις ξέρουμε τι κάνουμε. Τις περισσότερες πράξεις μας τις εκτελούμε χωρίς να καταλαβαίνουμε τους λόγους ή τα αποτελέσματά τους, συχνά μάλιστα χωρίς να καταλαβαίνουμε ούτε το ένα ούτε το άλλο.

Όσα παραδείγματα και αν επιστρατεύσουμε για ν’ αποδείξουμε το αντίθετο, θα διαπιστώσουμε ότι πολύ λίγα παραδείγματα ταιριάζουν για ν’ αποδείξουν ότι ξέρουμε τι κάνουμε. Δεν παίζει κανέναν ρόλο από ποιον τομέα της ζωής μας παίρνουμε τα παραδείγματα αυτά, ή αν κατέχουν σημαντική ή ασήμαντη θέση στη ζωή μας.

Αυτό θα το δούμε καθαρά, αν πάρουμε μια συχνή και καθημερινή αλληλουχία πράξεων, όπως η οδήγηση ενός αυτοκινήτου. Ελάχιστοι οδηγοί ξέρουν ποιες διεργασίες προκαλούν στον κινητήρα του αυτοκινήτου τους με τα χέρια και τα πόδια τους. Ελάχιστοι οδηγοί ξέρουν τι είναι ένας κινητήρας.Ξέρουν μόνο το τελικό αποτέλεσμα μιας μακριάς αλυσίδας από αποτελέσματα: Το αυτοκίνητο τρέχει πιο γρήγορα, ή πιο αργά, ή σταματάει.

Ελάχιστοι ξέρουν τι γίνεται στο εσωτερικό της μηχανής, σε ποιες πιέσεις είναι εκτεθειμένα τα διάφορα ντεπόζιτα, τα έμβολα, οι κύλινδροι ή οι μπιέλες. Αυτό το παράδειγμα μας κάνει να εξετάσουμε το ζήτημα της μεγαλύτερης ή μικρότερης χρησιμότητας των πληροφοριών. Άραγε δεν είναι αρκετό να ξέρουμε τι πρέπει να κάνουμε για να σταματήσουμε ή να επιταχύνουμε το αυτοκίνητό μας; Άραγε δεν είναι περιττό να μάθουμε λεπτομέρειες για τη διαδικασία της καύσης που γίνεται στον κινητήρα;

Μπορεί να είναι σωστό ότι κάποιος που ξέρει ποιες ακριβώς μηχανικές και χημικές διεργασίες προκαλεί η πίεση του ποδιού στο πεντάλ, πλεονεκτεί κάπως απέναντι στους οδηγούς που δεν ξέρουν τίποτα για τις διαδικασίες που μεσολαβούν ανάμεσα στην κίνηση του ποδιού τους και την επιτάχυνση, αλλά είναι αμφίβολο αν θα ωφεληθεί ο συνολικός πληθυσμός όταν όλοι οι οδηγοί αυτοκινήτων αποκτήσουν τις θεωρητικές γνώσεις που έχουν οι μηχανικοί αυτοκινήτων.

Μπορούμε να φανταστούμε ένα αυτοκίνητο να «μένει» καταμεσής στη Σαχάρα και τους επιβάτες του να πεθαίνουν από τη δίψα, επειδή κανένας τους δεν ήξερε ότι ο ιμάντας του ανεμιστήρα μπορεί ν’ αντικατασταθεί με μια νάιλον κάλτσα. Ωστόσο, πολύ λίγοι θα βρεθούν να υποστηρίξουν την υποχρεωτική επέκταση του μαθήματος οδήγησης. Ο αριθμός των ανθρώπων που πεθαίνουν στην έρημο κάθε δέκα χρόνια, επειδή τους λείπουν μερικές τεχνικές πληροφορίες, είναι ελάχιστος.

Το παράδειγμα με το αυτοκίνητο δείχνει ότι υπάρχουν καταστάσεις, στις οποίες ο άνθρωπος μπορεί να παραιτηθεί από την κατανόηση των πράξεών του χωρίς να πάθει ζημιά. Το λιγότερο που μπορεί να πει κανείς είναι το εξής: Οι φυσικοχημικές πληροφορίες που σχετίζονται με τη μηχανή εσωτερικής καύσης δεν θ’ άλλαζαν τη ζωή των αυτοκινητιστών, οι αυτοκινητιστές δεν θα έπαυαν να οδηγούν αυτοκίνητο, δεν θα οδηγούσαν ούτε πιο αργά ούτε πιο γρήγορα ούτε πιο σίγουρα.

Είπαμε ότι η συμφωνία μας με τις πράξεις μας μπορεί να είναι μικρότερη ή μεγαλύτερη, ανάλογα με το αν πιστεύουμε ότι ενεργούμε αυτόβουλα ή αν πιστεύουμε ότι εξυπηρετούμε ξένες προθέσεις. Η ακριβέστερη γνώση των όρων υπό τους οποίους κινείται το αυτοκίνητό μας, δεν θ” άλλαζε σε τίποτα τη συμφωνία μας με την πράξη μας να οδηγούμε αυτοκίνητο. Δεν είναι και τόσο σημαντικό το ότι δεν ξέρουμε τι κάνουμε την ώρα που οδηγούμε.

Αρκεί να εκτελούμε τις σωστές κινήσεις. Σ’ αυτή την περίπτωση δεν είμαστε εντελώς κύριοι των πράξεών μας, το να συμπιέζει ένα έμβολο μια ορισμένη ποσότητα μίγματος βενζίνης-αέρα στο ένα έκτο του όγκου της, δεν ήταν δική μας θέληση αλλά θέληση του κατασκευαστή. Ωστόσο είμαστε σύμφωνοι με τις πράξεις μας. Σ’ αυτή την περίπτωση εξακολουθούμε να συμφωνούμε, ακόμα και όταν ανακαλύπτουμε ότι κάποιος άλλος κατευθύνει τις πράξεις μας.

Αυτό δεν οφείλεται στο γεγονός ότι οι παραπάνω πληροφορίες έχουν μικρότερη σημασία απ’ ότι άλλες πληροφορίες. Οφείλεται στο ότι ελέγχουμε άμεσα τους παραγωγούς, τουλάχιστον σ” ό,τι αφορά την εξωτερική κίνηση του αυτοκινήτου μας. Οι παραγωγοί δεν έχουν καμιά πιθανότητα να πουλήσουν αυτοκίνητα που δεν κινούνται.

Υπάρχουν διαδικασίες στις οποίες οι παραγωγοί αυτοκινήτων δεν υπόκεινται σ’ αυτόν τον άμεσο έλεγχο από εμάς, όπως, λόγου χάρη, στην περίπτωση της φθοράς του υλικού και των εξαρτημάτων της μηχανής. Εδώ διαπιστώνουμε ότι η συμφωνία μας με τις πράξεις μας (δηλαδή την αγορά του αυτοκινήτου και την οδήγηση) συρρικνώνεται από τη στιγμή που διαθέτουμε ακριβέστερες πληροφορίες.

Θα προτιμούσαμε να οδηγούμε ένα άλλο αυτοκίνητο, αλλά η αγανάκτησή μας εναντίον ενός ορισμένου συγκροτήματος αυτοκινήτων δεν έχει συνέπειες, γιατί δεν μπορούμε ν” αποκτήσουμε τις απαραίτητες πληροφορίες για την παραγωγή των άλλων συγκροτημάτων. Ποιος, άραγε, θα συμφωνούσε να μικραίνουν συστηματικά οι εταιρείες τη διάρκεια ζωής του υλικού και των εξαρτημάτων, με τη βοήθεια εργαστηριακών πειραμάτων, όπως μαθεύτηκε ότι κάνουν ορισμένες αμερικανικές εταιρείες;

Όσο συχνότερα κάνουμε πράξεις χωρίς να ξέρουμε τους λόγους, τις προϋποθέσεις και τα αποτελέσματά τους, τόσο συχνότερα γινόμαστε οι ίδιοι λόγος, προϋπόθεση και αποτέλεσμα των πράξεων άλλων. Όσο περισσότερο πιστεύουμε ότι είμαστε κύριοι πράξεων, των οποίων οι πραγματικοί κύριοι είναι άλλοι, τόσο περισσότερο θα είναι άλλοι οι κύριοί μας.

Η εξυπνάδα δεν προστατεύει από τη βλακεία

Μερικοί θα πουν: Αν έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα, δεν θα πραγματοποιήσω ποτέ τις προθέσεις άλλων. Μόνον οι βλάκες ζουν για τους άλλους. Το πόσα ξέρουμε για τις συνθήκες υπό τις οποίες ενεργούμε, δεν το αποφασίζουμε οι ίδιοι. Τα όσα ξέρουμε γι’ αυτές τις συνθήκες εξαρτώνται από τις πληροφορίες που δεχόμαστε. Η επιρροή μας στο ζήτημα «ποιες πληροφορίες δεχόμαστε» είναι περιορισμένη. Δεν μπορούμε να βρούμε πληροφορίες που δεν ξέρουμε ότι μας λείπουν. Ορισμένες πληροφορίες είναι ιδιοκτησία.

Οι περισσότεροι άνθρωποι θεωρούν το γεγονός ότι ζουν ως το μεγαλύτερο αγαθό τους. Ωστόσο είναι πρόθυμοι να διακινδυνέψουν αυτό το αγαθό υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Το λιγότερο που μπορεί να πει κανείς γι” αυτές τις προϋποθέσεις είναι ότι πρέπει να είναι ελπίδες για την απόκτηση άλλων αγαθών. Είναι αρκετό να είναι ελπίδες, δεν χρειάζεται να είναι εγγυήσεις. Τα αγαθά προς τα οποία στρέφεται η ελπίδα, πρέπει να έχουν ένα ορισμένο μέγεθος.

Ποια αγαθά είναι σε θέση να υπερνικήσουν την αγάπη του ανθρώπου για τη ζωή; Αν σκεφθούμε την ακατανίκητη δύναμη του φόβου μπροστά στον θάνατο, θα ήταν λογικό να υποθέσουμε ότι για τους περισσότερους ανθρώπους, κανένα αγαθό δεν είναι αρκετά μεγάλο ώστε να το ανταλλάξουν με τη ζωή. Είναι προτιμότερο να ζει κανείς άσχημα παρά να πεθαίνει.

Υπάρχει η ιστορία του ανθρώπου που είχε χάσει τη δουλειά του και δεν ήξερε πώς να ζήσει τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Πήγε, λοιπόν, σ’ ένα τσίρκο και πρότεινε στον διευθυντή να πηδήξει, αντί μιας ορισμένης αμοιβής, από το ψηλότερο σημείο της σκηνής στην πίστα, χωρίς δίχτυ. Ο διευθυντής δέχτηκε. Δεν φανταζόταν ότι ο άνθρωπος εκείνος θα σκοτωνόταν. Ο άνθρωπος πέθανε, και τα λεφτά που κέρδισε έτσι, έθρεψαν τη γυναίκα και τα παιδιά του.

Η αυτοθυσία αυτού του είδους είναι κάτι το σπάνιο. Αν έκανε κανείς μια σφυγμομέτρηση και πρότεινε σ’ όλους τους υγιείς άνδρες από είκοσι ως σαράντα χρόνων να εξαγοράσει τη ζωή τους με μισό εκατομμύριο μάρκα το κεφάλι, το πιθανότερο είναι ότι δε θα μαζεύονταν μ’ αυτό τον τρόπο ούτε όσοι άνδρες χρειάζονται για να συγκροτήσουν ένα λόχο της «Μπούντεσβερ».

Το συμπέρασμα που βγαίνει είναι: Οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν το ζήτημα του θανάτου τους με σύνεση και περίσκεψη. Είναι αλήθεια όμως ότι πολλοί άνθρωποι απαρνούνται τη ζωή τους χωρίς να έχουν κανένα αντάλλαγμα.

Ένας πονηρός τρόπος να κρύβει κανείς την αλήθεια είναι να μιλάει πολύ κι ακατανόητα.

Όποιος είναι πολύ δειλός ή πολύ αδέξιος για να πει ψέματα, εκφράζεται με ασάφεια. [την γνωστή Δημιουργική Ασάφεια] Συχνά καταφέρνει έτσι τον σκοπό του, γιατί πολλοί άνθρωποι αισθάνονται ότι η υποβολή ερωτήσεων αποτελεί παραβίαση κάποιου κανόνα ευπρέπειας.

Δεν υπάρχουν μόνον άτομα που εκφράζονται με ασάφεια για να μας αποκρύψουν την αλήθεια, ακόμα και οι θεσμοί εκφράζονται σ’ ορισμένες περιπτώσεις συγκεχυμένα, και μάλιστα επί ολόκληρες δεκαετίες. Αν κάτι το ασαφές επαναλαμβάνεται αρκετά συχνά, οι περισσότεροι άνθρωποι το συνηθίζουν, σαν να ήταν κάτι το σαφές. Όσο ασαφέστερα γράφει ή μιλάει κανείς, τόσο περισσότερο καιρό μένει κρυμμένο το ψέμα που υπάρχει στα λόγια του.

Μια ενδιαφέρουσα ασάφεια είναι, λόγου χάρη, η εξής φράση από το πρώτο άρθρο του (πρώην) δυτικογερμανικού συντάγματος: «Η αξιοπρέπεια του ανθρώπου είναι απαραβίαστη». Είναι αδύνατο να εξακριβώσουμε η ήθελαν να πουν οι εμπνευστές αυτής της φράσης, εκτός αν τους ρωτήσουμε προσωπικά. Είτε ξέρει κανείς είτε όχι τι είναι η αξιοπρέπεια του ανθρώπου, η φράση σημαίνει: «Δεν μπορεί κανείς να παραβιάσει την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, αυτό δεν γίνεται».

Και όμως γίνεται.

Τίποτα δεν είναι πιο εύκολο απ’ το να παραβιάσει κανείς την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Οι εμπνευστές αυτού του ισχυρισμού εννοούσαν πιθανότατα: «Η αξιοπρέπεια του ανθρώπου δεν επιτρέπεται να παραβιάζεται». Αν αυτό ήθελαν να το κάνουν νόμο, θα ήταν αναγκασμένοι να εξηγήσουν τι είναι η αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Θα έπρεπε ν’ αναφέρουν συγκεκριμένα με ποιες πράξεις θίγεται, θα έπρεπε να ορίσουν ποινές για την παραβίασή της.

Τα θέματα που διδάσκονται στα σχολεία μας, γίνονται τόσο ακριβέστερα και σαφέστερα όσο περισσότερο απομακρύνονται από τον άνθρωπο. Όσο μεγαλύτερη ωφέλεια έχουν για μας ορισμένα θέματα, τόσο πιο συγκεχυμένα γίνονται. Οι παιδαγωγοί μας και τα επίσημα κέντρα μετάδοσης πληροφοριών εκφράζονται με ξεχωριστή ασάφεια όταν μιλάνε για τις έννοιες που αποκαλούν κοινωνική οργάνωση και κράτος, με δυο λόγια: Τις δυνάμεις που κυβερνούν ολόκληρη την εσωτερική και εξωτερική ζωή μας.

Αυτά που μας μαθαίνουν τα σχολεία για τη φύση του κράτους είναι για μας άχρηστα, πληκτικά (επειδή είναι άχρηστα) και βάρος για την εκδίπλωση της σκέψης μας -βάρος που δύσκολα το ξεφορτωνόμαστε. Η πλήξη προέρχεται από το γεγονός ότι καλούμαστε ν’ ασχοληθούμε με ξένα συμφέροντα, χωρίς ν’ αντιλαμβανόμαστε ότι είναι ξένα συμφέροντα.

Το μάθημα δεν μας οδηγεί στη βαθύτερη κατανόησή τους, γιατί είναι αδύνατο να το κάνει αυτό χωρίς να διαπιστώσουμε ότι είναι ξένα συμφέροντα -αν ο δάσκαλος μάς μάθαινε τα δικά μας συμφέροντα, θα ερχόταν σε όλο και πιο έντονη αντίφαση με τα όσα είχε υποστηρίξει πιο πριν, που το μάθημα ήταν ανιαρό και συγκεχυμένο. Είναι ασήμαντο αν η Βουλή έχει πεντακόσιους είκοσι ή πεντακόσιους οκτώ βουλευτές και πόσες έδρες έχει το κάθε κόμμα.

Οι λεπτομέρειες αυτές δεν μας βοηθούν να εμβαθύνουμε στα πράγματα, αντίθετα, μάλλον μας εμποδίζουν να εμβαθύνουμε. Για μας θα ήταν πιο ενδιαφέρον να μάθουμε ποια κίνητρα επηρεάζουν τις αποφάσεις των βουλευτών και, πρώτα απ’ όλα, αν οι βουλευτές αποφασίζουν καθόλου. Διάφοροι βουλευτές έχουν ήδη παραπονεθεί ότι χρησιμοποιούνται απλώς για να σηκώνουν το χέρι τους σε ψηφοφορίες που το αποτέλεσμά τους το έχουν προκαθορίσει άλλοι.

Δεν φταίνε οι δάσκαλοι μας για την κατάσταση που επικρατεί στα σχολεία μας.
Οι περισσότεροι από αυτούς ξέρουν κι οι ίδιοι ελάχιστα πράγματα για τη φύση του κράτους.

Η ακατανοησία αναπαράγεται από όλους τους θεσμούς και μεταδίδεται από πάνω προς τα κάτω.
Η ολοκληρωτική άγνοια που έχουν πολλοί παιδαγωγοί στον τομέα του κράτους και του δικαίου είναι μια ένδειξη ότι το όφελος που κρύβεται για μας σ’ αυτά τα θέματα πρέπει να είναι πολύ μεγάλο.
Η θέση που ενδιαφέρει πιο πολύ από κάθε άλλη τους εμπνευστές του μαθήματός μας, είναι ότι το κράτος στέκει πάνω από τα κόμματα, πάνω από φτωχούς και πλούσιους.
Η απόδειξη ότι θεωρούν πολύ σημαντική αυτή τη θέση, είναι το γεγονός ότι όλοι μας την έχουμε σφηνώσει για τα καλά στο μυαλό μας. Καθένας μας ξέρει την πρόταση: «Όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι απέναντι στον Νόμο».

Ένα από τα σημαντικότερα όργανα της κρατικής μηχανής είναι το αξίωμα του δικαστή.

Οι δάσκαλοί μας επιφορτίζονται να υποστηρίζουν ότι οι δικαστές είναι αδέκαστοι. Η κλασική περιγραφή της λειτουργίας του δικαστή κατά τη δικαστική διαδικασία είναι η εξής: Στη δεξιά (δηλαδή τη σωστή) πλευρά βρίσκεται ο εισαγγελέας, ο άνθρωπος που φροντίζει να υπολογίζονται το συμφέροντα του κράτους στην άλλη πλευρά ο κατηγορούμενος με τον συνήγορό του. Στη μέση κάθεται ο δικαστής, πάνω από τους διαδίκους. Δεν εξαρτάται από κανέναν, λένε οι δάσκαλοί μας και κρίνει σύμφωνα με τον Νόμο.

Το κακό είναι ότι πραγματικά κρίνει σύμφωνα με τον Νόμο. Οι νόμοι φτιάχνονται από ανθρώπους. Κανείς δεν φτιάχνει έναν νόμο που να στρέφεται εναντίον του. Αν κάποιος δεν είναι πλουσιότερος από τους άλλους, δεν του περνάει από το μυαλό η σκέψη να πει «Ου κλέψεις». Ο πλούσιος δημιουργεί πρώτα, με την ιδιοκτησία του, τον κλέφτη και μετά φτιάχνει έναν νόμο εναντίον των κλεφτών. Μόνον όποιος έχει κλέψει τους άλλους φοβάται την κλεψιά.

Όποιος έχει την εξουσία να καθορίζει τους κανόνες του παιχνιδιού, φτιάχνει κανόνες που να του επιτρέπουν να κερδίζει. Δεν πρέπει να περιμένουμε από αυτόν να φτιάξει κανόνες που να τον κάνουν να χάνει.

Για να έχουν οι νόμοι κάποιο νόημα, πρέπει να είναι εφαρμόσιμοι. Για να γίνουν οι επιθυμίες μιας μικρής ομάδας ανθρώπων νόμος, η ομάδα αυτή πρέπει να μπορεί ν’ αναγκάσει την πλειοψηφία να συμμορφωθεί με τις επιθυμίες της. Ένας νόμος είναι νόμος μόνον όταν έχει για εγγύησή του τη βία. Η βία μιας μικρής ομάδας πάνω στην πλειοψηφία είναι εφικτή μόνο αν γίνουν μεγάλες υλικές δαπάνες.

Τα πλούτη είναι προϋπόθεση της καταπίεσης.

Χωρίς πλούτη δεν μπορεί κανείς ν’ αγοράσει ανθρώπους που να είναι πρόθυμοι ν’ ασκήσουν βία και να διακινδυνέψουν τη ζωή τους, χωρίς πλούτη δεν μπορεί κανείς να παράγει όπλα. Τα πλούτη μπορούν να προέλθουν από ληστεία, πόλεμο, εργασία δούλων [δουλειά] ή εργασία. Στην αρχαιότητα υπήρχαν εργοστάσια, στα οποία παρήγαν αποκλειστικά οι δούλοι. Για αιώνες η εργασία ήταν και είναι εξομοιωμένη με τη δουλεία.

Η εξουσία είναι το σύνολο των αποτελεσμάτων της εργασίας.

Όταν είναι εξασφαλισμένη, γίνεται η ίδια πηγή πλούτου. Η πολιτική γεννιέται εκεί που υπάρχουν πλούτη για να κατανεμηθούν. Όλη η πολιτική είναι κατανομή πραγμάτων. Οι πλούσιοι διατηρούν για λογαριασμό τους άτομα ειδικευμένα στην κατανομή και την προστασία. Το σύνολο αυτών των ειδημόνων λέγεται κυβέρνηση και δημόσια διοίκηση. Με την πάροδο του χρόνου, οι ειδήμονες αυτοί αποκτούν μεγαλύτερη αυτονομία. Η συνάφεια ανάμεσα στους πλούσιους και τους ειδήμονες της κατανομής αδυνατίζει.

Οι υποτακτικοί είναι κατάλληλοι για να καταπιέζουν.

Οι Αθηναίοι χρησιμοποιούσαν ως αστυνομικούς μόνο δούλους. Όποιος ασκεί την καταπίεση ως επάγγελμα, δεν μπορεί παρά να είναι ο ίδιος ένας υποδειγματικός καταπιεσμένος. Αυτή είναι η βαθύτερη αιτία που στον στρατό και στην αστυνομία η τυφλή υπακοή και η παράλογη εκπαίδευση παίζουν τόσο μεγάλο ρόλο. Όποιος έχει συνηθίσει να κάνει ερωτήσεις, είναι κακός, καταπιεσμένος και επομένως δεν κάνει για επιστάτης.

Πώς μπορεί κάποιος που στοχάζεται γύρω από τη νομιμότητα των κατεστημένων κανόνων, να χτυπάει, να μαχαιρώνει ή να πυροβολεί εργάτες, όπως απαιτούν οι νόμοι έκτακτης ανάγκης σ’ ορισμένες περιπτώσεις; Η σημερινή εκπαίδευση που γίνεται στην αστυνομία και στον στρατό είναι μια επανάληψη της διαδικασίας μετατροπής των δούλων, σε φύλακες που προδίδουν τους συντρόφους τους.

Στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, μερικοί από τους πιο έμπιστους επόπτες ήταν κρατούμενοι. Ο εκδημοκρατισμός του στρατού δεν ελαττώνει τη δύναμη κρούσης του προς τα έξω σε περίπτωση αμυντικού πολέμου, αλλά την ελαττώνει σε περίπτωση επιθετικού πολέμου, ο εκδημοκρατισμός ελαττώνει, πάνω απ’ όλα, τη δύναμη κρούσης προς τα μέσα.

Δεν υπάρχει ούτε μια γνωστή ανθρώπινη κοινωνία του παρελθόντος, στην οποία το κράτος να μην ήταν ένας μηχανισμός καταπίεσης της πλειοψηφίας από μια μειοψηφία. Έτσι ήταν στη δουλοκτητική κοινωνία της Αθήνας και της Ρώμης, έτσι ήταν σ’ όλες τις φεουδαλικές κοινωνίες.

Όταν οι δουλοπάροικοι χωρικοί επαναστάτησαν, ο ιδεολόγος των τότε αφεντάδων, Μαρτίνος Λούθηρος, έγραψε: «Όποιος μπορεί, πρέπει να τους συντρίψει, να τους στραγγαλίσει και να τους μαχαιρώσει, κρυφά και φανερά, όπως σκοτώνει κανείς ένα λυσσασμένο σκυλί!».

Κι αυτό ακριβώς έκαναν οι ευσεβείς πρίγκιπες με τη βοήθεια του νόμου και της τάξης, των δικαστών, των δημίων, της αστυνομίας και των στρατιωτών. Ακόμα και σήμερα οι Εκκλησίες λένε ότι κάθε εξουσία πηγάζει από τον Θεό. Σωστότερο θα ήταν να πούμε ότι κάθε Θεός πηγάζει από την εξουσία.

Οι παιδαγωγοί μας δεν αμφισβητούν ότι στο παρελθόν το κράτος ήταν όργανο μιας μειοψηφίας για την καταπίεση της πλειοψηφίας. Αν τους στριμώξει κανείς, θ’ αναγκαστούν ν’ απορρίψουν και την αθηναϊκή δημοκρατία.

Θα παραδεχτούν, μάλιστα, ότι οι κοινωνίες των ευρωπαϊκών εθνών πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν εκμεταλλευτικές κοινωνίες, ότι οι αγγλικοί νόμοι του περασμένου αιώνα επέτρεπαν τη δολοφονία παιδιών, αφήνοντάς τα να εργάζονται στα ορυχεία, το κράτος δεν άλλαξε αυτούς τους νόμους, παρά μόνον όταν μερικοί πιο διορατικοί επιχειρηματίες κατάλαβαν ότι η τόσο γρήγορη φθορά των εργατικών δυνάμεων είναι αντιοικονομική.

Σύμφωνα με τα όσα μας μαθαίνουν σήμερα το σχολείο, η τηλεόραση και οι εφημερίδες, ζούμε σ’ ένα δημοκρατικό κράτος. Σε ποια ακριβώς στιγμή της Ιστορίας η εξουσία πέρασε στα χέρια της πλειοψηφίας; Σ’ όλες τις εποχές οι πλούσιοι και ισχυροί έλεγαν στους άκληρους και εκμεταλλευόμενους ότι το κράτος τους ήταν δίκαιο κράτος.

Σ’ ολόκληρη την ιστορία του κράτους, οι καταπιεσμένοι μπορούσαν να μιλάνε ελεύθερα για τους καταπιεστές της περασμέvης κοινωνίας, ενώ η κριτική κατά της σημερινής κοινωνίας τιμωρούνταν πάντα, συχνά μάλιστα με θάνατο. Η κριτική κατά της κοινωνίας είναι, αναγκαία, κριτική κατά των κυρίαρχων. Οι κυρίαρχοι δεν θα ήταν κυρίαρχοι αν δεν κυριαρχούσαν και στα μυαλά.

Την Πέμπτη, 3 Δεκεμβρίου 1970, στις 18.40 μ.μ., το Δεύτερο Πρόγραμμα της γερμανικής τηλεόρασης μετέδωσε μια εκπομπή με τίτλο «Εστεμμένες κεφαλές: Βασίλισσα Ελισάβετ Β’ της Μεγάλης Βρετανίας — Μια ζωή κοντά στην παράδοση». Ενώ η οθόνη έδειχνε τους στρατιώτες της ανακτορικής φρουράς να κάνουν τα δουλικά καραγκιοζιλίκια τους μπροστά στη βασίλισσα, ο εκφωνητής έλεγε: «Η βασίλισσα Ελισάβετ είναι μια από τις πλουσιότερες γυναίκες του κόσμου, αν όχι η πλουσιότερη …

Έχει έναν στάβλο με πενήντα άλογα ιπποδρόμου. Όμορφα ζώα, όλα στο ίδιο μέγεθος και στο ίδιο χρώμα. Κάθε χρόνο ξοδεύει πενήντα πέντε εκατομμύρια μάρκα για την εκγύμναση των αλόγων». Αναφερόμενος στους ανθρώπους που δεν έχουν δικό τους στάβλο, ο εκφωνητής μίλησε χωρίς ειρωνεία για «κοινούς θνητούς».

Επακολούθησε μια σύντομη περιγραφή του Χάιντ Παρκ. Να τι ακούσαμε: «Στο Χάιντ Παρκ ο καθένας μπορεί να κάνει και να πει ό,τι θέλει, αρκεί να μη θίγει το βασιλικό οίκο». Και στο τέλος της παρέλασης: «Η βασίλισσα χαιρετά κάθε μονάδα χωριστά -επιβλητικό θέαμα. Δεν μπορεί να μη θαυμάσει κανείς τη σιδερένια πειθαρχία της».

Ο συντάκτης αυτού του κειμένου θαυμάζει τη «σιδερένια πειθαρχία» της βασίλισσας, λες κι αυτή ήταν που έπρεπε να υποστεί τις άσκοπες και γελοίες κινήσεις των στρατιωτών της φρουράς. Ή λες και ήταν μια εργάτρια που έφευγε εκείνη τη στιγμή από τη θέση της πλάι στην κυλιόμενη κορδέλα του εργοστασίου της φίρμας Γκούντιχ. Είναι ο ίδιος θαυμασμός που θάμπωνε το βλέμμα μερικών γονιών μας, όταν διαπίστωναν ότι ο Χίτλερ δεν κάπνιζε, ούτε έπινε.

Δεν είναι τέχνη να παραιτείται κανείς από απολαύσεις, όταν ολόκληρη η ζωή του είναι μια απόλαυση.

Ο συντάκτης του κειμένου της εκπομπής δεν ενοχλείται που η βασίλισσα είναι η πλουσιότερη γυναίκα του κόσμου. Δεν τον πειράζει που κάθε χρόνο ξοδεύει για μία και μοναδική από τις πολλές διασκεδάσεις της, όσα διαθέτουν στο ίδιο διάστημα 6.000 αυλικές οικογένειες για να ζήσουν.

Δεν αναρωτήθηκε ποτέ γιατί η βασίλισσα δεν ξοδεύει πενήντα πέντε εκατομμύρια μάρκα το χρόνο για την εκπαίδευση ανθρώπων, αντί αλόγων. Γι’ αυτόν, το αυτονόητο είναι αδιανόητο. Είναι ευτυχισμένος για τα πλούτη της, κι ας μην έχει κανένα όφελος από αυτά. Ο εγκέφαλός του είναι ο εγκέφαλος ενός υποτακτικού.

Δεν ωφελεί να μαλώσει κανείς το συντάκτη ενός τέτοιου κειμένου. Περιγράφει παρανοϊκές καταστάσεις, αλλά αδυνατεί ν’ αντιληφθεί το παρανοϊκό. Του λείπει η βαθύτερη κατανόηση του κοινωνικού μηχανισμού. Ο ίδιος λέει ότι στο Χάιντ Παρκ, παρά τη διατυμπανιζόμενη ελευθερία έκφρασης, δεν επιτρέπεται να θίξει κανείς τον βασιλικό οίκο, αλλά δεν βλέπει τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα σ’ αυτή την απαγόρευση και τα βασιλικά πλούτη.

Δεν καταλαβαίνει ότι αυτός ο περιορισμός της ελευθερίας της γνώμης, έχει σκοπό ν’ αποτρέψει κάθε συζήτηση για τα πλούτη του βασιλικού οίκου. Η συζήτηση θα έκανε τους πολίτες να ψάξουν να βρουν μια δικαιολογία γι’ αυτά τα πλούτη. Επειδή όμως η βασίλισσα ξέρει πως δεν μπορεί να βρεθεί καμιά δικαιολογία για το πλούτη της, γιατί δεν υπάρχει καμιά, γι’ αυτό δεν επιτρέπεται να μιλάει κανείς για την προέλευση και το νόημα του βασιλικού πλούτου.

Με τις συζητήσεις οι άνθρωποι διαπιστώνουν ότι κι άλλοι σκέφτονται όπως οι ίδιοι.

Αυτό ενισχύει την αυτοπεποίθησή τους. Η εμπειρία της αλληλεγγύης οδηγεί σε πράξεις. Οι πράξεις προκαλούν συζητήσεις. Επειδή ο καθένας πιστεύει ότι είναι εξοργιστικό να τρώνε οι σκύλοι της βασίλισσας σε ασημένια πιάτο, γι’ αυτό κανένας, αν είναι δυνατόν, δεν πρέπει να μάθει δημόσια ότι όλοι το πιστεύουν αυτό. Δεν έχει νόημα να το βάλει κανείς με τον δημοσιογράφο, γιατί δεν έφτιαξε ο ίδιος τον εγκέφαλό του.

Δεν γνωρίζει τα συμφέροντά του, ίσως να πιστεύει ότι βρίσκεται πιο κοντά στη βασίλισσα παρά στους στρατιώτες. Αυτή η εκπομπή, καθώς και άλλες εκπομπές που μεταδίδονται κάθε μέρα, αποδείχνουν ότι στο μάθημα που γίνεται στα σχολεία μας διατηρήθηκαν αναλλοίωτα πολλά και βασικά στοιχεία από τον καιρό που πήγαινε σχολείο ο Άντολφ Άιχμαν.

Τέτοιες εκπομπές τις βλέπουν και τις ακούνε εκατομμύρια άνθρωποι, εκπομπές αυτού του είδους βγαίνουν στον αέρα τις ώρες της μεγαλύτερης ακροαματικότητας. Χάρη στο κύρος της τηλεόρασης, οι άνθρωποι αυτοί συνηθίζουν να βλέπουν τα εγκλήματα κατά της κοινωνίας σαν ζωγραφικούς πίνακες. Εκείνο που τους ενδιαφέρει πάνω απ’ όλα είναι πώς κρατάει τους ώμους της η βασίλισσα, την ώρα που είναι καβάλα στο άλογο.

Πόσα πληρώνει η βασίλισσα στους στρατιώτες της φρουράς της; Πόσες ώρες αναγκάζονται να κάνουν καραγκιοζιλίκια και να στέκονται προσοχή; Πώς ζουν; Τι φρουρούν και γιατί; Τι ποσό παίρνουν οι ιπποκόμοι από τα πενήντα πέντε εκατομμύρια; Σε ποια σχολεία πηγαίνουν τα παιδιά των ιπποκόμων; Γιατί δεν τα ρωτάει αυτά ο δημοσιογράφος;

Ένα σχολείο που μας μαθαίνει να ψάχνουμε να βρούμε το συμφέρον μας πρέπει να μας δείχνει πώς ν’ αντιμετωπίζουμε τις τηλεοπτικές εκπομπές. Αν οι δάσκαλοί μας δεν έχουν ακόμα την πείρα και τις γνώσεις που χρειάζονται για ένα τέτοιο μάθημα, τότε ας καλέσουν στο μάθημα πρόσωπα που έχουν αυτή την πείρα και τις γνώσεις. Πρέπει να ζητήσουμε από το σχολείο να εισαγάγει αυτό το μάθημα, όσο ακόμα πηγαίνουμε στο σχολείο.

Όταν βγούμε από το σχολείο, ένα μέρος από τον εγκέφαλό μας θα είναι ήδη χαλασμένο. Όσο αργότερα θα μάθουμε πώς γεννήθηκε μια γνώμη στο κεφάλι μας, τόσο αργότερα θα διώξουμε από το κεφάλι μας τις γνώμες που μας κάνουν να πραγματοποιούμε τις προθέσεις των επιχειρηματιών.

Πρέπει ν’ αλλάξουμε το πρόγραμμα διδασκαλίας έτσι ώστε στα σχολεία να μην κατασκευάζονται πια υποτακτικοί. Όποιος γυρεύει απάντηση στο ερώτημα «Γιατί ένα αντικείμενο διδάσκεται κι ένα άλλο δεν διδάσκεται;», πρέπει να βρει απάντηση στο ερώτημα:

Ποιος ορίζει τι θα διδαχθεί;

Η ύλη που διδασκόμαστε εξαρτάται από αυτόν που τη διάλεξε. Ο Αζτέκος που σφάχτηκε από Ισπανούς χριστιανούς, πολύ θα ήθελε να καθορίζει το πρόγραμμα διδασκαλίας των ισπανικών σχολείων. Την απάντηση στο ερώτημα «Ποιος καθορίζει τι μαθαίνουμε;» μπορούμε να τη βρούμε συμπερασματικά. Δεν είναι ανάγκη να ρωτήσουμε τους παιδαγωγούς.

Οι παιδαγωγοί μας κατασκευάσθηκαν με τον ίδιο τρόπο και με τις ίδιες πληροφορίες με τις οποίες κατασκευαζόμαστε κι εμείς. Οι γνώσεις της ανθρωπότητας διπλασιάζονται στην εποχή μας κάθε δέκα χρόνια, έτσι τουλάχιστο λένε μερικοί επιστήμονες.

Όταν καταρτίζει κανείς ένα πρόγραμμα διδασκαλίας, οι δυνατότητες επιλογής είναι άπειρες. Όποιος διαμορφώνει ένα πρόγραμμα διδασκαλίας πρέπει να διαλέξει. Η επιλογή του περιορίζεται από τον αριθμό των ωρών που διατίθενται για το μάθημα και από τα συμφέροντά του ή από αυτό που νομίζει ότι είναι συμφέροντά του.

Υπάρχει καμιά μορφή εκπαίδευσης που να μην καθορίζεται από συμφέροντα; Όταν κάποιος επιδιώκει ένα συμφέρον, θέλει κάτι συγκεκριμένο. Δεν υπάρχει εκπαίδευση που να μη θέλει κάτι συγκεκριμένο.

Εκπαιδευόμαστε να κάνουμε ορισμένα πράγματα και να μην κάνουμε ορισμένα άλλα. Για το σκοπό αυτόν μαθαίνουμε ορισμένες πληροφορίες και δεν μαθαίνουμε ορισμένες άλλες. Από τα πράγματα που καλούμαστε να κάνουμε ή ν’ αποφεύγουμε μπορούμε να διαπιστώσουμε ποιος προγραμμάτισε την εκπαίδευσή μας. Δεν χρειάζεται παρά να εξετάσουμε ποιον ωφελούν περισσότερο οι πράξεις και οι παραλείψεις μας.

Όταν ένας γάιδαρος γυρίζει ένα νερόμυλο και ποτίζει ένα κομμάτι γης, όταν με τη δουλειά του και τη δουλειά του γαϊδουριάρη παράγονται μεγαλύτερες αξίες, κανένας δεν θα κάνει τη σκέψη ότι ο γάιδαρος έχει δικαίωμα πάνω σ’ αυτές τις αξίες.

Μόνον όσοι ζουν στα σύννεφα και οι θεότρελες Αμερικανίδες, που αγοράζουν γούνινα παλτά για τα σκυλιά τους, θα ήθελαν να στρώσουν πουπουλένια στρώματα, αντί για άχυρα, για να ξαπλώσει αυτός ο γάιδαρος

.Ακόμα και ο φανατικότερος ηθικολόγος, το θεωρεί σωστό να κρατάει ο γαϊδουριάρης για τον εαυτό του τις αξίες που παράγει ο γάιδαρος. Ακόμα και ο Ιησούς κάθησε πάνω στον γάιδαρο αντί να τον κουβαλήσει. Θα βρεθούν πολλοί άνθρωποι που θα πουν ότι ο γάιδαρος πρέπει να έχει ένα μεγαλύτερο παράθυρο στο στάβλο του, μια δυο λιχουδιές και καλύτερη μεταχείριση. Αλλά κανένας άνθρωπος δεν θα κάνει τη σκέψη ότι ο γάιδαρος πρέπει ν’ αποζημιωθεί για τις αξίες που παρήγαγε με τη δουλεία του.

Επί χιλιάδες χρόνια οι άνθρωποι δεν είχαν αντιληφθεί ότι η γη γυρίζει γύρω από τον ήλιο.

Την πραγματικότητα αυτή τους την έκρυβε η οφθαλμαπάτη, οι ευσεβείς τους πόθοι και οι πληροφορίες της Εκκλησίας. Σ’ ό,τι αφορά τους ευσεβείς πόθους, ακόμα και οι πόθοι μπορούν ν’ αλλάξουν χάρη στις πληροφορίες.

Τα λουστραρισμένα σιδερικά, με τα οποία οι εργαζόμενοι μετακινούνται και πλένουν τα ρούχα τους, τους κρύβουν το γεγονός ότι η κοινωνία μας είναι κοινωνία των γαϊδουριάρηδων. Οι παραγωγοί δεν καθορίζουν τι παράγουν, πόσο παράγουν και τι θα συμβεί με τα προϊόντα τους. Από αυτή την άποψη βρίσκονται απέναντι στους επιχειρηματίες, στην ίδια θέση που βρίσκεται ο γάιδαρος απέναντι στο γαϊδουριάρη.

Όταν σβήνει το φως της σκέψης, γεννιέται μια συνήθεια. Αν ορίζουμε οι ίδιοι το πώς ζούμε, τότε γιατί άραγε να είμαστε ικανοποιημένοι με την παιδεία μας, που μας κάνει να υποφέρουμε από αίσθημα κατωτερότητας ακόμα και σε μια συζήτηση μ’ ένα μέτριο φοιτητή;

Γιατί να υπάρχουν κατηγορίες ανθρώπων που έχουν χειρότερη μόρφωση από άλλες κατηγορίες; Γιατί να υπάρχει ένα είδος ανθρώπων που να αισθάνεται δέος μπροστά στο άλλο είδος, επειδή αυτό το τελευταίο ξέρει περισσότερα;

Αν ορίζουμε οι ίδιοι το πώς ζούμε, θα πάρουμε τα λεφτά που ξοδεύει μέχρι τώρα το κράτος για την καταστροφή τροφίμων και για να κάνει φορολογικούς μπουναμάδες στους πλούσιους -τα λεφτά αυτά είναι αρκετά για να φτιάξουμε περισσότερα και καλύτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα για όλους μας.

Γιατί, τέλος, να δουλεύουμε οχτώ ώρες κάθε μέρα, μ’ ένα μικρό μεσημεριανό διάλειμμα, ώσπου η κούραση να μας αποχαυνώσει -όταν από αυτές τις οχτώ ώρες οι τέσσερις είναι περιττή εργασία;

Και γιατί να κάνουν πάντα οι ίδιοι τις χαμαλοδουλειές, γιατί να μην αδειάζουν κι οι καθηγητές σκουπιδοντενεκέδες, αφού έτσι κι αλλιώς πεθαίνουν πρόωρα επειδή τους λείπει η κίνηση; Ένας επιχειρηματίας είπε σ’ έναν εργάτη: «Εγώ θέλω το καλό σου». Κι ο εργάτης απάντησε: «Αυτό ακριβώς δεν θέλω να σου δώσω».

Δύσκολα μπορούμε να πούμε σε ποιον βαθμό το μάθημα, ιδιαίτερα αυτό που γίνεται στο δημοτικό σχολείο, ισοδυναμεί με βιομηχανική παραγωγή παραφροσύνης. Οι γονείς μας, τρομοκρατημένοι από τα σχολεία των καταπιεστών τους, φέρονται σήμερα σαν τους δασκάλους που ανέχτηκαν όταν ήταν μαθητές.

Αν θέλουμε να εμποδίσουμε -τουλάχιστον ν’ αρχίσουμε να εμποδίζουμε- την εξουσία να μας κάνει να ζήσουμε κι εμείς μ’ αυτό το μουχλιασμένο, διεστραμμένο και ηλίθιο τρόπο, πρέπει ν’ αρχίσουμε από εκεί όπου διαμορφώνεται η σκέψη μας, εκεί όπου οι πλούσιοι διοχετεύουν πληροφορίες: Από το σχολείο. Αν δεν αντισταθούμε στο πνεύμα των σχολείων, των εφημερίδων, του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης, τότε οι σκέψεις μας θα εξακολουθήσουν να είναι εχθροί μας.

Απόσπασμα από το πολύτιμο βιβλίο «Η κατασκευή υπηκόων – Πως κατασκευάζεται μια γνώμη σ’ ένα κεφάλι» του Αυστριακού συγγραφέα Ερνστ Αλεξάντερ Ράουτερ. Εκδόσεις «Αιγόκερως»

Βρες το και διάβασε το πριν χαθεί, θα σε συναρπάσει και σκέψου γιατί άραγε είσαι ΥΠΗΚΟΟΣ κι όχι Πολίτης.

Απειλούν να της πάρουν το παιδί γιατί αρνείται να το γράψει στο σχολείο!

Με ακραία κατασταλτικά μέτρα βάλθηκε η πολιτεία να «συνετίσει» τη μητέρα ενός 8χρονου κοριτσιού που αρνείται να το γράψει στο σχολείο! Κινδυνεύει με βίαιη αφαίρεση επιμέλειας και προσφεύγει στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου! Η 8χρονη κόρη της ΧΣ. είναι ένα παιδί που δεν έχει πάει ποτέ σχολείο.

Η μητέρα της την εκπαιδεύει στο σπίτι και το επίπεδο γνώσεων και δεξιοτήτων της κρίνεται αρκετά υψηλό για την ηλικία της. Η ΧΣ. είναι εκπαιδευτικός και μητέρα δύο ακόμη παιδιών που σπουδάζουν στο Πανεπιστήμιο.

Πλέον, το παιδί κινδυνεύει να χωριστεί από τη μητέρα του με αστυνομική παρέμβαση, κατόπιν Εισαγελικής Διάταξης που ανακοινώθηκε χθες στη μητέρα και τη δικηγόρο της ότι θα εκδοθεί αμέσως! Για το παιδάκι, μάλιστα, έχει ανοίξει μέχρι και «φάκελος»(!!!) στην ελληνική αστυνομία μετά από καταγγελία «τρίτου» που ανέφερε πως:«Το παιδί δεν πηγαίνει σχολείο».

Στην υπόθεση υπάρχουν πολλά «μελανά» σημεία, όπως καταγγέλλει η μητέρα με επείγουσα αίτησή της προς τον Προϊστάμενο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Αθηνών (Δευτέρα 12/10/2015). Της αίτησης είχε προηγηθεί προφορική ενημέρωση από τη γραμματέα της Εισαγγελέας Ανηλίκων προς τη δικηγόρο της ΧΣ. Ηλέκτρα Κούτρα.

Η δικηγόρος ενημερώθηκε την Παρασκευή (09/10/2015) από τη γραμματέα της Εισαγγελέως Ανηλίκων πως: «Αν μέχρι τη Δευτέρα δε μας φέρει η πελάτισσά σας βεβαίωση εγγραφής του παιδιού της στο δημοτικό, θα αφαιρέσουμε την επιμέλεια». Ρωτά η δικηγόρος: «Έτσι, χωρίς Δίκη;» Για να πάρει την απάντηση: «Θα στείλουμε την αστυνομία να της το αφαιρέσει. Τη Δευτέρα»! Ρωτά η δικηγόρος: «Θα μας το γράψετε, τουλάχιστον αυτό; Δεν έχουμε ούτε ένα έγγραφο από το φάκελο που σχηματίσατε». Η απάντηση ήταν: «Όχι»! Και το τηλέφωνο έκλεισε.

Όπως λέει η μητέρα του 8χρονου παιδιού, όσο και η δικηγόρος της Ηλέκτρα Κούτρα, από καμία φάση της διαδικασίας δεν τους δόθηκε κάποιο έγγραφο! «Με υποκριτικό έμβλημα «το συμφέρον» ενός παιδιού 8 ετών που, εκπαιδευόμενο εκτός σχολικού πλαισίου, γράφει, διαβάζει, υπολογίζει, σε ξεναγεί άνετα στο μουσείο μιλώντας με αγάπη για τη μυθολογία που γνωρίζει εντυπωσιακά καλά και που έχει σειρά δραστηριοτήτων που το κοινωνικοποιούν φυσιολογικά, η Εισαγγελία αποφασίζει –χωρίς να θεωρήσει αναγκαίο να κοινοποιήσει έστω και ένα έγγραφο στα θιγόμενα μέρη- να χωρίσει βίαια μάνα και παιδί, όχι εισάγοντας την υπόθεση σε δικαστήριο, αλλά με αστυνομική επιχείρηση!

Ένα χαρούμενο και ψυχικά υγιές παιδί, σχεδιάζεται να υποβληθεί σε μία αστυνομική επιχείρηση βίαιου αποχωρισμού από τη μητέρα της, κάτι που είναι απολύτως βέβαιο πως θα την τραυματίσει ανεπανόρθωτα και θα τη στιγματίσει διά βίου «για το καλό της» όπως το εννοεί η «Πολιτεία», αναφέρει μεταξύ άλλων η δικηγόρος Ηλέκτρα Κούτρα η οποία διαμαρτύρεται: «… έχοντας διαπιστώσει εκ του σύνεγγυς την αδράνεια της εισαγγελίας ανηλίκων ως προς την εν τοις πράγμασι εποπτεία των ασυνόδευτων ανηλίκων των οποίων διά νόμου είναι υπεύθυνη, όσο βρίσκονται στη χώρα, παιδιά τα οποία ζουν στα πάρκα και βιάζονται κάθε τρεις και λίγο «υπό την επιμέλεια της Εισαγγελίας» παιδιά που εξαφανίζονται, ενδεχομένως πωλούμενα για όργανα, παιδιά που όχι μόνον δεν πάνε σχολείο, αλλά αφήνονται να περιφέρονται μόνα και νηστικά στους δρόμους, εκτεθειμένα στα στοιχεία της φύσης, πραγματικά σοκάρομαι από την «αισθητική» της Εισαγγελίας στη συγκεκριμένη υπόθεση»!

Όπως δηλώνει η Ηλέκτρα Κούτρα: «Η απόφαση να αφαιρεθεί η επιμέλεια επειδή το παιδί εκπαιδεύεται εκτός σχολείου, σύμφωνα με τις πεποιθήσεις της μητέρας του, ελλείψει κατάλληλης δομής εντός της ελληνικής έννομης τάξης, προτού η μητέρα λάβει έστω κι ένα έγγραφο από τον οικείο φάκελο που σχηματίσθηκε εναντίον της, προτού η υπόθεση κριθεί από δικαστήριο όπου η μητέρα θα αναπτύξει τα επιχειρήματά της, προτού διερευνηθούν ηπιότερες για την προσωπική τους κατάσταση εναλλακτικές λύσεις και να αποχωριστεί η μητέρα το παιδί της και το παιδί τη μάνα του με αστυνομική επιχείρηση, αποτελεί καταπάτηση κάθε έννοιας δικαίου και σοβαρή παραμόρφωση της έννοιας του «συμφέροντος του παιδιού».

Το παιδί είναι βέβαιο ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο θα τραυματιστεί δια βίου. Όχι από τη μητέρα του, αλλά από τον ακραιφνή τρόπο με τον οποίο η Πολιτεία επιβάλλει αυτό που αντιλαμβάνεται ως «το συμφέρον του».

Από το 128 σελίδων υπόμνημα που έχει ήδη καταθέσει η μητέρα στην

Εισαγγελία, υπερασπιζόμενη το δικαίωμα του παιδιού της για εκπαίδευση εκτός σχολικού πλαισίου και αφού μνημονεύει πληθώρα διατάξεων διεθνών συμβάσεων με υπερνομοθετική ισχύ (μπροστά στις οποίες οι εθνικές διατάξεις, αναγκαστικά υποχωρούν), υποστηρίζοντας ότι η πράξη της αποτελεί ενάσκηση νομίμου δικαιώματοςκαι συνεπώς δεν είναι άδικη, ούτε μπορεί να επισύρει ηθική και κοινωνική μομφή, εκφραζόμενη με την άσκηση ποινικής δίωξης από την πολιτεία, αναφέρει μεταξύ άλλων:
«Η ίδια πολιτεία που αμφιβάλλει για την «υγιή κοινωνικοποίηση και ορθή μόρφωση» του παιδιού μου, η ίδια το αποκλείει με διακρίσεις οικονομικές, εκπαιδευτικές αντιλήψεις μιας άλλης εποχής, πολιτικές σκοπιμότητες, συνειδησιακό εγκλεισμό, ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο στην εκπαίδευση.

Στο όνομα του συλλογικά «φυσιολογικού» και του υποτιθέμενου «σωστού» που αποδεδειγμένα δεν έχει προσφέρει την πολυπόθητη ευτυχία και ευημερία που αρκετά κυνικά διακηρύσσει, δεν αποδέχομαι να υποβάλω το παιδί μου στην υποχρεωτική συμμόρφωση της συνείδησής του σε πλαίσια πιο περιορισμένα των πραγματικών του δυνατοτήτων και την καταστροφική δέσμευση της δημιουργικότητάς του, που μέχρι στιγμής εξελίσσεται αδέσμευτα και παράγει ήδη σημαντικούς καρπούς.

Η άρνησή μου να προσφέρω στην κόρη μου πολύ λιγότερα από αυτά που μπορώ να της προσφέρω, και να υποταχθώ σε συνθήκες που εν τοις πράγμασι παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα και των δυο μας, είναι ένα ultimum refugium, μια συνειδητή πράξη πολιτικής ανυπακοής».

Αμ τι νόμισες, θα σου επιτρέψουν να δημιουργήσεις παιδί με μυαλό και λογική σκέψη κι όχι δουλικό υπήκοο; Τι θα γίνει αν αυτό το παράδειγμα το ακολουθήσουν -Κθούλου φυλάξει- κι άλλες μητέρες; 

Γνωρίζω πολλές μητέρες που δεν πάνε τα παιδιά τους στα ΠΑΝΟΠΤΙΚΑ κολαστήρια που κατ’ ευφημισμό αποκαλούνται «σχολεία» μάλιστα κάποιες απ’ αυτές πήγαν σε άλλες χώρες που επιτρέπεται η κατ’ οίκον εκπαίδευση.

Τα παιδιά τους δε, είναι αυτό που αποκαλούμε «διαμάντια» ούτε να τα περιγράψω δεν μπορώ, εύχομαι να ‘χεις την τύχη να γνωρίσεις ένα τέτοιο παιδί. Αυτά τα άριστα ανθρώπινα πλάσματα, αποτελούν την ελπίδα του ανθρώπου, μέσα στην πλάνη αυτού του πλανή-τη φυλακή που εγλωβιστήκαμε !!!
@ Irini Krino /miastala 2009

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου